Κορίτσια ηλικίας 10 έως 14 ετών, τσιγγάνικης καταγωγής, στήνονται σχεδόν καθημερινά έξω από τα super market «Βερόπουλος» και «lidl» επί της λεωφόρου Ρόδου – Καλλιθέας, περιμένοντας συγκεκριμένους «κύριους», οι οποίοι έρχονται με τ’ αυτοκίνητά τους, τα παραλαμβάνουν και εξαφανίζονται επί ώρες. Κάποια στιγμή, τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα επιστρέφουν με τις νεαρές τσιγγάνες τις οποίες παραδίδουν στις ίδιες τους τις μητέρες που περιμένουν στο σημείο «εκκίνησης».
Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει αρκετές φορές κάθε εβδομάδα και οι κύριοι που παραλαμβάνουν τα νεαρά κορίτσια είναι Ροδίτες, ηλικιωμένοι, αγνώστου ταυτότητας. Ουδείς, μπορεί να πει με βεβαιότητα τι συμβαίνει στο χρονικό διάστημα της απουσίας των ηλικιωμένων με τα κορίτσια, ωστόσο η οικειότητα που έχουν είναι κάτι παραπάνω από φιλική.
Εάν οι συγκεκριμένοι Ροδίτες έβαζαν στο αυτοκίνητο νεαρά Ροδιτόπουλα, τότε στα σίγουρα θα ερχόντουσαν αντιμέτωποι με ιδιαιτέρως σοβαρές κατηγορίες. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για τσιγγάνες και μάλιστα με την πράξη να γίνεται με τη συναίνεση των γονέων τους, ουδείς ασχολείται με την αρρωστημένη αυτή κατάσταση. Υπεράνω κάθε νόμου, στα πιο κεντρικά σημεία της Ρόδου συντελείται ένα διαρκές έγκλημα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να στοιχειοθετηθεί η παιδεραστία, στα σίγουρα στοιχειοθετείται απολύτως το έγκλημα της εκμετάλλευσης ανηλίκου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε φορά που τα αυτοκίνητα επιστρέφουν στο σημείο «εκκίνησης» οι νεαρές τσιγγάνες (συνήθως πάνε δυο μαζί) εξέρχονται έχοντας στα χέρια δύο – τρεις τσάντες με τρόφιμα. Στο συγκεκριμένο σημείο οι νεαρές κατηφορίζουν μόνες με τα πόδια μέχρι τον καταυλισμό τους, ή κατεβαίνουν με τη συνοδεία της μητέρας τους, που αρκετές φορές περιμένει στο σημείο για την επιστροφή.
Σε ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους πρωταγωνιστές, είναι σίγουρα συνταξιούχοι, με παλαιάς σειράς αυτοκίνητα και δεν έχουν θεαθεί ποτέ να βγαίνουν από τα οχήματά τους. Πάντα, όλες οι συνεννοήσεις γίνονται στο παράθυρο και πάντα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Οι περίοικοι του καταυλισμού στο καρνάγιο, κάνουν λόγο και για Ροδίτες, με περιουσίες, που μεταβαίνουν καθημερινά στον καταυλισμό. Μάλιστα εκφράζονται φόβοι για εκβιασμούς που μπορεί να υφίστανται τα πρόσωπα αυτά.
Τα νοσηρά αυτά φαινόμενα επαναλαμβάνονται σχεδόν κάθε μέρα και αρκεί μία και μόνο επίσκεψη στην περιοχή από το πρωί και την εκεί παραμονή μέχρι το βράδυ. Τα όσα θα καταγραφούν από μια τέτοια επίσκεψη είναι αρκετά για να στοιχειοθετηθούν πολλές κατηγορίες για τσιγγάνους και μη.
Η κοινωνία δεν μπορεί να κρατάει άλλο τα μάτια κλειστά στα όσα συμβαίνουν. Οφείλει να αντιδράσει διότι η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση απέδειξαν πως δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το όλο πρόβλημα.
Σήμερα στον καταυλισμό του καρνάγιου της Ρόδου διαμένουν περισσότερες από 40 οικογένειες τσιγγάνων. Η πλειονότητά τους έχει εγκατασταθεί στα οικόπεδα ιδιωτών (μέσα και πέριξ του παλαιού πρατηρίου υγρών καυσίμων), γεγονός που έχει δώσει δικαιολογία στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην περιφερειακή διοίκηση στο να σηκώσουν τα «χέρια ψηλά».