Η ρευστότητα του υποσυνειδήτου αντικαθρεφτίζεται στις εντυπώσεις των φαινομένων κι οι εντυπώσεις «χρωματίζουν» ό,τι συλλαμβάνει το μάτι
Το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης του Δήμου Ρόδου παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτες και ιδιαίτερα φροντισμένες εικαστικές εκθέσεις στις τέσσερις εν ενεργεία Πινακοθήκες του. Σε μία από αυτές, που είναι η ομολογουμένως εντυπωσιακή «Νέα Πτέρυγα» του Νεστορίδειου Μελάθρου, μπορεί κανείς να δει αυτόν τον καιρό και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου την ενότητα «Μεταπλάσεις» του εικαστικού φωτογράφου Γιάννη Τζένου.
Πηγή εμπνεύσεων για τον φωτογραφικό φακό του Γιάννη Τζένου και περισσότερο για την ευαισθητοποιημένη ματιά του είναι η ρευστότητα της φύσης και οι συνεχείς μεταλλαγές της, που της προσδίδουν ανεξάντλητη οργανικότητα και πολυσχιδή δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα, που προσυπογράφει άλλωστε και την αυτοδυναμία της. Από αυτήν την άποψη, η παρατήρησή μας -όπως αποδίδεται μέσα από τις εικαστικές συνθέσεις του καλλιτέχνη- δεν εξαντλείται στη φαινομενολογία, γιατί η διαρκής όσο κι αστάθμητη κίνηση δίνει την αίσθηση στην υποκειμενικότητα (μέσω της οποίας την εκλαμβάνει ο άνθρωπος) ότι κατά το διάβα της πορείας του στη ζωή ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο, θαρρείς, σκοινί.
Επειδή η προσπάθεια διατήρησης της ισορροπίας του προϋποθέτει κάθε στιγμή την υπέρβαση μιας ενδογενούς, κατά τα άλλα, ανασφάλειας, θεωρούμε ότι ασφαλέστερη εντύπωση αποκτά ο άνθρωπος, ως προς το περιβάλλον του, όταν μπορεί αντικειμενικά να διακρίνει, να ορίσει και να βασιστεί σε πράγματα ή εικόνες που διαθέτουν σαφήνεια, σταθερότητα, ακεραιότητα κι ευκρίνεια. Πράγματα, δηλαδή, με τα οποία επιδιώκει συναναστροφή και διαμεσολάβηση, παρεμβατικότητα και προσεταιρισμό, κατάκτηση και κατοχύρωση. Η ανάγκη του μάλιστα αυτή επιτείνεται, όταν στη συνέχεια αποδίδει ή αμφισβητεί ιδιοκτησιακές αντωνυμίες, π.χ., δικό μου, δικό σου, κανενός, οι οποίες καθορίζουν τα σύνορα ή και τις διεκδικήσεις ακόμη της
υπαρξιακής παρουσίας του.
Η αντικειμενικότητα και οι όποιες μορφές της εικαστικής τουλάχιστον παραστατικότητας, προκειμένου να εκφράσουν έννοιες και συσχετισμούς σημαινόντων και σημαινομένων, έχουν ανάγκη μια ποικιλία από αναγωγές, π.χ., μεταφορικές και συμβολικές, αλληγορικές και μυθολογικές, οι οποίες στο υπόστρωμά τους και σε τυχόν προσωποποιήσεις που περιλαμβάνουν εκφράζουν ιδιότητες και εξελικτικές δυνατότητες, όπως επίσης συνθήκες και ενεργειακές καταστάσεις. Με βάση τέτοιου τύπου διανοητικά οικοδομήματα χτίστηκαν άλλωστε μεγάλες και σημαντικές περίοδοι πολιτισμών. Υπήρχαν ωστόσο και άλλες αντίστοιχα περίοδοι, όπου αντί της «πραγματογνωστικής», επιλέχθηκε η αφαιρετική γλώσσα και εικόνα, προκειμένου εκείνη να αποτυπώσει σχηματικά και χρωματικά, αλλά ίσως συνεπέστερα, μια ρευστή και λανθάνουσα πραγματικότητα, που γοητεύει με το «μεγαλείο», το οποίο αστραπιαία, φαντασμαγορικά και τραγικά εκφράζουν οι στιγμιοτυπίες της, αλλά και οι μη επαναλαμβανόμενες μοναδικότητές της.
Τόσο η μια παράμετρος όσο και η άλλη, πάντως, φέρνουν στο προσκήνιο τις σχέσεις ζωής και θανάτου, τις σχέσεις επίσης χρόνου και επικαιρικότητας, της παρουσίας και απουσίας, της διάρκειας και του εφήμερου, της τραγικότητας και της μοναξιάς μας, της συνεκτικότητας και της αλλοτρίωσης, άλλοτε πάλι όμως της αίγλης μιας αχνοφέγγουσας ελπίδας ότι πιθανόν να μη χάνονται οριστικά όσα ζούμε και σε όσα επενδύουμε, όσα διαισθανόμαστε και όλα εκείνα που αντιλαμβανόμαστε «υφαίνοντας» τη ζωή μας.
Ο Γιάννης Τζένος επέλεξε την αφαίρεση, προκειμένου να εκφράσει το πηγαίο στοιχείο και την παραδοξότητα, την αμεσότητα και την ακαριαία στιγμή, την αποκαθήλωση της σταθερότητας και τα διακυβεύματά της, όπως επίσης τα αινίγματα της ίδιας της δημιουργίας και τις συνεχόμενες μετατροπές, τις μεταβλητότητες ή τις μεταπλάσεις που διαπιστώνει στο γύρω του περιβάλλον, αλλά και στη ζωή εντός του, ως μια σειρά ακατοχύρωτων αντανακλάσεων. Διακρίνει άλλωστε κανείς ότι στα έργα του οι αντανακλάσεις αυτές είναι τόσο αμφίδρομες όσο και αμφίσημες. Η ρευστότητα δηλαδή του υποσυνειδήτου αντικαθρεφτίζεται στις εντυπώσεις των φαινομένων του κόσμου τούτου κι αντίστροφα οι εντυπώσεις, όπως επίσης και οι ψυχοδυναμικές διαθέσεις «χρωματίζουν» ό,τι συλλαμβάνει φευγαλέα το μάτι, πριν οι κοσμογονικές διεργασίες του το μετουσιώσουν και «αλχημικά» -μια και πρόκειται για εικαστικές δημιουργίες – το εξαφανίσουν ή το μεταφέρουν σε άλλες διαστάσεις χρόνου, τόπου και συναίσθησης.
Τα «τοπία» του εσωτερικού εαυτού, όπως οριακά και αστάθμητα εμφανίζονται, αλλά και με ομιλητική ελλειπτικότητα τα έχει χαρακτηριστικά επεξεργαστεί και στη συνέχεια φωτογραφικά τα παρουσιάζει ο καλλιτέχνης αυτός, θυμίζουν απροσδόκητες χαρτογραφίες ή στρωματογραφίες, άλλοτε πάλι βυθομετρήσεις ωκεανών, είτε αμμώδεις, άγνωστες ακτές και βράχια που ανταγωνίζονται υφάλους και σκοπέλους, μπορεί και μεγαλιθικά ερείπια.
Ερείπια, που σαν σκιές και φώτα, σαν μουσικά και ρυθμικά σχήματα, κινούνται και ταλαντεύονται στον χρόνο. Θαρρείς ότι είναι ανεμοδαρμένα ιστία ή σκισμένα ράκη από τα νέφη του ουρανού, βλέποντάς τα να υπάρχουν αιωρούμενα, σαν τα μακρινά ναυάγια, όπου στις επιφάνειες της παρουσίας τους ή στις όψεις τους υπαινικτικά αποκαλύπτονται μέρη από σώματα, πρόσωπα, χειρονομίες, στάσεις, βλέμματα, λειμώνες και λοφοσειρές. Στα έργα του Γιάννη Τζένου, αυτά τα περίεργα και αχαρτογράφητα «τοπία» του μικρόκοσμου και ταυτοχρόνως της μεγακλίμακας, λειτουργούν σαν μετεωριζόμενα και δυσερμήνευτα νεύματα, σαν ιδεογράμματα κι άλλοτε πάλι σαν καλειδοσκοπικά ρήγματα χαμένων ονείρων, σαν απορίες επίσης, αλλά και διλήμματα, για το οικείο και παντοτινά άγνωστο, για το συμπτωματικό, αλλά και το μοιραίο.
Σχήματα αδιάγνωστα και πρωτοφανέρωτα εμφανίζονται σαν πυξίδες για όνειρα και εφιάλτες, για το αδιάγνωστο εν τέλει της ζωής, στο οποίο η τέχνη μάς επαναφέρει με τους δικούς της νέους κάθε φορά τρόπους, προκειμένου να ξαναρχίσουμε -μέσα από διαφορετικές και απροκατάληπτες «διαδρομές»- να αναζητούμε τον μίτο της Αριάδνης, για να βγούμε εν τέλει από τον Λαβύρινθο, χωρίς όμως να μπορούμε ή να θέλουμε να απαρνηθούμε κάτι από το μυστήριο και τη μαγεία του.
Αθηνά Σχινά*
*Κριτικός & ιστορικός τέχνης
Δημοσίευμα εφημερίδας “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ”