Ακροβατώντας ανάμεσα στην παιδική και την ενήλικη ζωή, πολλοί νέοι αναζητούν απεγνωσμένα την «ταυτότητά» τους. Μία ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα, η οποία δεν γνωρίζει πού ανήκει. «Πρόκειται για τη λεγόμενη “αναδυόμενη ενηλικίωση”», εξηγεί η κ. Σίσσυ Νικολάου, ψυχολόγος, οικογενειακή θεραπεύτρια στη Μονάδα Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) της Β΄ Παιδιατρικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού». «Νέοι μεταξύ 18 και 26 ετών, οι οποίοι, αν και ενήλικες πλέον, συναισθηματικά παραμένουν έφηβοι», σκιαγραφεί το προφίλ εκείνων που μπορούν να μπουν κάτω από την ομπρέλα του προγράμματος «Transition».
Το πρόγραμμα υλοποιεί η ΜΕΥ και αποτελεί συνεργασία της Β΄ Παιδιατρικής και της Θεραπευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα». Σκοπό έχει την ομαλή μετάβαση από τις παροχές υπηρεσιών παίδων στις αντίστοιχες των ενηλίκων. Συνίσταται σε δωρεάν παρεχόμενες συνεδρίες συμβουλευτικής, 6 έως 8 συνήθως, προκειμένου να βοηθήσει τους νέους να βρουν τον δρόμο τους. Παράλληλα, εάν υφίσταται ανάγκη, το άτομο παραπέμπεται σε ειδικούς, όπως διατροφολόγο, γυναικολόγο, ενδοκρινολόγο κ.λπ.
Η ανάγκη για τη δημιουργία του «Transition» προέκυψε «μέσω της γραμμής στήριξης της ΜΕΥ, όπου συχνά απευθύνονταν παιδιά στον “προθάλαμο” της ενηλικίωσης αλλά και γονείς. Τα παιδιά, εφόσον πετύχουν τον στόχο της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, χάνουν κάποιες σταθερές. Πιθανόν να μετακομίσουν μακριά από την οικογένεια, να κληθούν να διεκπεραιώσουν ενήλικες δραστηριότητες, όπως η διαχείριση σπιτιού και η πληρωμή λογαριασμών. Παύει το αυστηρά δομημένο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος, που τους δημιουργούσε ασφάλεια, ενώ για πρώτη φορά απουσιάζει ο σαφής στόχος, όπως ο “έλεγχος του τετραμήνου”. Η ανάγκη καλλιέργειας κοινωνικών δεξιοτήτων βγαίνει στο προσκήνιο, οι σχέσεις γίνονται ισότιμες – ακόμη και οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο τους προσφωνούν “συνάδελφε”. Αποσταθεροποίηση προκαλείται ακόμη και από τη συνειδητοποίηση ότι το αντικείμενο σπουδών τους έχει απόκλιση από αυτό που πίστευαν ή αντιπροσωπεύει στόχους γονέων, οπότε πρέπει να επαναδιαπραγματευτούν», εξηγεί η ίδια, αναφέροντας χαρακτηριστικά παραδείγματα περιπτώσεων: «Θυμάμαι 19χρονο, ο οποίος αισθανόταν μεν ενθουσιασμό κάθε φορά που έκανε ανάληψη από το ΑΤΜ αλλά το συναισθηματικό βάρος για να διαχειριστεί τα 200-300 ευρώ, ήταν τεράστιο. Μία νεαρή η οποία μέσω τατουάζ με μορφές παιδικών ηρώων ή animation απεικόνιζε τη δυσκολία της να μεγαλώσει και τον εγκλωβισμό της στην ενδιάμεση κατάσταση – από επαρχία, μακριά από τους γονείς της. Αλλα παιδιά θα έρθουν στη ΜΕΥ “ασυμπτωματικά”, απλώς προβληματισμένα δηλαδή, άλλα πάλι μπορεί να έρθουν με καταθλιπτικά συμπτώματα ή και στοιχεία ιδεοψυχαναγκαστικά».
Προφανώς τα παραπάνω δεν αφορούν την πλειονότητα των παιδιών, καθώς φτάνουν στην ενηλικίωση προετοιμασμένα συναισθηματικά. Οπως επισημαίνει η κ. Νικολάου, «μέχρι τα 17, η οικογένεια διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη “διαφοροποίηση” του παιδιού, δηλαδή στην ικανότητά του να φανταστεί τον εαυτό του και χωρίς την οικογένειά του. Υπάρχουν όμως και παιδιά που δεν το καταφέρνουν. Βλέπουν ότι η ψαλίδα ανάμεσα στα ίδια και στους γύρω τους ανοίγει και χάνουν έτσι το τρένο της ακαδημαϊκής πορείας». Εκτός των φοιτητών, ωστόσο, υπάρχει η πιο δύσκολα «ανιχνεύσιμη» ομάδα των λεγόμενων NΕETS (από τα Non Educated, Employed or Trained), σύμφωνα με την επιστήμονα, «παιδιά που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο εξαιτίας είτε της αμφισβήτησης της εκπαιδευτικού συστήματος, είτε εκφοβισμού, αναπτυξιακών διαταραχών, οικογενειακών προβλημάτων κ.ά. Τέλος, για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, το πρόγραμμα διευκολύνει τη μετάβασή τους από δομές υγείας παιδιών σε αντίστοιχες ενηλίκων».
Καθημερινή