Γράφει
ο Νεκτάριος Καλογήρου
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς.
Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη.
Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.
Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Τζον Ντονν.
Στη Ρόδο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που ανήκουν σε μια ιδιαίτερη ομάδα που φέρει το γενικό τίτλο «ο κύκλος των κατεστραμμένων επαγγελματιών». Είναι άνθρωποι αξιοσέβαστοι, είναι άνθρωποι που υπήρξαν τολμηροί, είναι άνθρωποι που πίστεψαν στο Σύστημα, στο Κράτος, στους πολιτικούς και επένδυσαν σε μια οικονομία, που εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ήταν δομημένη σε ψέματα.
Στον «κύκλο των κατεστραμμένων επαγγελματιών» υπάρχουν ονόματα που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να χτίσουν το Αύριο όχι μόνο της Ρόδου, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας. Είναι πρόσωπα μορφωμένα, ορισμένα μάλιστα με μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, Master και διδακτορικά. Αλλοι πάλι με λιγότερες περγαμηνές, όμως με σκληρή δουλειά στις πλάτες τους και με μια ζωή γεμάτη αγώνα από την παιδική ηλικία.
Ολοι τους είναι κατεστραμμένοι. Καταστράφηκαν σε μία από τις «φούσκες» των περασμένων δεκαετίων. Στη «φούσκα» των ακινήτων της δεκαετίας 2000 – 2010, στην αντίστοιχη του χρηματιστηρίου στα 1990 – 2000, στη «φούσκα» των χρυσών επιτοκίων της ΕΤΒΑ και του Αναπτυξιακού Νόμου της δεκαετίας του 1980. Και στις τρεις δεκαετίες η παγίδα ήταν καλοστημένη και ευλογημένη από το κράτος. Και στις τρεις δεκαετίες τα πρόσωπα που επένδυσαν ήταν η πιο καλή πάστα της ελληνικής κοινωνίας. Ηταν οι τριαντάρηδες και οι σαραντάρηδες, εκείνοι που ήταν έτοιμοι να δουλέψουν ακατάπαυστα και να δημιουργήσουν υπεραξία για όλη την οικονομία.
Ολοι τους «θερίστηκαν»
από τα πόδια.
Ολοι όσοι πίστεψαν στο Σύστημα, βρέθηκαν στο κρεβάτι του Προκρούστη και παραμορφώθηκαν. Εκείνοι που ξανοίχτηκαν και άπλωσαν λίγο παραπάνω τα πόδια τους, ακρωτηριάστηκαν. Οι άλλοι, που λειτούργησαν πιο συνετά, πιο συντηρητικά, οδηγήθηκαν στην ίδια οδό, καθώς κάθε φορά που βούλιαζε το κράτος, συμπαρέσυρε μαζί του άπαντες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων).
Ετσι, δεκαετία με τη δεκαετία μεγαλώνει ο «κύκλος των κατεστραμμένων επαγγελματιών». Είναι κατεστραμμένοι, διότι φέρουν στις πλάτες τους βαριές οικονομικές υποχρεώσεις που είναι αδύνατο να καλυφθούν με οποιαδήποτε εργασία. Επιχειρηματικά οι άνθρωποι αυτοί είναι ζωντανοί – νεκροί. Είναι αποκομμένοι πλήρως από τη δυνατότητα να ξεκινήσουν κάτι υγιές και από την αρχή. Κάθε τι που θα ξεκινήσουν είναι καταδικασμένο να σβήσει στα πρώτα βήματα και τούτο διότι ακόμα κι αν αρχίσουν να εισρέουν χρήματα στο ταμείο, θα εμφανιστεί κάποια τράπεζα, ένας ασφαλιστικός φορέας, ή ακόμα και το ίδιο το κράτος να τα μαζέψει. Κράτος και τράπεζες. Οι Θεοί του σύγχρονου συστήματος, που επιβάλλουν την κόλαση της ατέρμονης τιμωρίας για τις αμαρτίες του παρελθόντος. Αν και επί της ουσίας, η μόνη τους αμαρτία ήταν η πίστη στο Σύστημα.
«Ο κύκλος των κατεστραμμένων επαγγελματιών» δεν είναι άλλος από τον κύκλο των ανθρώπων μας. Οι συγγενείς μας, οι φίλοι μας, εμείς οι ίδιοι. Ορισμένους είναι εύκολο να τους εντοπίσεις κοιτώντας τη θλίψη στα μάτια τους. Αλλοι πάλι, πιο συγκρατημένοι, παλεύουν όπως ακριβώς το σκαθάρι που κινείται έχοντας στους ώμους του μια τεράστια χωμάτινη μπάλα. Για τους περισσότερους είναι οι ψίθυροι διαρκείς. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός…», «ο άλλος…», «που έκανε αυτό..» και οι ψίθυροι είναι η χειρότερη καταδίκη, ειδικά σε μια μικρή κοινωνία σαν την Ρόδου.
Ο Ντονν, ο Ερνεστ,
ο Ελληνας και ο αγώνας
Κάποιοι έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από το τραπέζι του Προκρούστη, όμως η φούσκα της καινούργιας δεκαετίας έχει ήδη στηθεί και είναι απλώς θέμα λίγου χρόνου ώστε να αποκαλυφθεί και να σκάσει.
Τα λόγια στην αρχή του ρεπορτάζ ανήκουν στον Αγγλο ποιητή Τζον Ντονν (στο έργο «Devotions upon Emergent Occasions») και τρεις αιώνες αργότερα ο Ερνεστ Χέμινγουέι είχε χρησιμοποιήσει ως εισαγωγή για το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ένα κείμενο κόντρα στην ουδετερότητα, χτύπημα στο «δε βαριέσαι», ύμνος στην αίσθηση του καθήκοντος. Το βιβλίο είναι γεμάτο από την πίστη ότι κανένας δεν μπορεί να μένει αμέτοχος σε εκείνα που συμβαίνουν γύρω του. Ο κάθε ένας είναι υπεύθυνος, γι αυτό και υποχρεωμένος να λάβει μέρος σ’ έναν αγώνα.
Μπορεί η Ελλάδα σήμερα να μην έχει εμφύλιο πόλεμο, όπως στην Ισπανία του Φράνκο, ούτε και να γίνεται ορατά η επέλαση ολοκληρωτικού καθεστώτος όμοια με εκείνη που έγινε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως η χώρα έχει πρόβλημα και δεν είναι οι πολιτικοί (ούτε και οι στρατιωτικοί) που θα το λύσουν.