Σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 7,4% σε σύγκριση με το 2014 διαμορφώθηκαν οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017, ενώ σε χαμηλότερα επίπεδα, κατά 6,7%, βρίσκονται σε σύγκριση ακόμη και με το αντίστοιχο διάστημα του 2015. Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου επιπέδου τιμών, λόγω της αύξησης του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οδηγεί τους καταναλωτές σε περικοπή των δαπανών για τα είδη σούπερ μάρκετ, ακόμη και στα τρόφιμα, και στο κυνήγι των προσφορών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που παρουσίασε χθες ο κ. Παναγιώτης Μπορέτος, εμπορικός διευθυντής και αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI Hellas στη διάρκεια του 17ου Συνεδρίου Μάρκετινγκ και Πωλήσεων, ο τζίρος των σούπερ μάρκετ παρουσιάζει μεν σε επίπεδο εννεαμήνου μικρή αύξηση σε σύγκριση με το 2016, της τάξεως του 1%, αλλά βρίσκεται ακόμη μακριά από τα επίπεδα του 2014, αλλά και του δραματικού για την οικονομία 2015.
Σύμφωνα με έρευνα καταναλωτών που διενήργησε η IRI, στην ερώτηση για το ποιες δαπάνες θα περικόψουν προκειμένου να ανταποκριθούν μέχρι το τέλος του έτους στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, το 21% δήλωσε ότι θα μειώσει τα έξοδα για το σούπερ μάρκετ. Μάλιστα, από αυτή τη μείωση δεν γλιτώνουν ούτε τα τρόφιμα, αφού το 24% εξ αυτών απάντησε ότι θα περιορίσει τις δαπάνες για την εν λόγω κατηγορία προϊόντων. Σχεδόν οι μισοί (46%) από αυτούς που θα περικόψουν τις δαπάνες για σούπερ μάρκετ, θα περιορίσουν τα έξοδα για τα προϊόντα νοικοκυριού (απορρυπαντικά, καθαριστικά κ.ά.), ενώ εννέα στους δέκα θα μειώσουν τις δαπάνες για ποτά και αναψυκτικά.
Η μείωση της δαπάνης των ελληνικών νοικοκυριών για τις αγορές από το σούπερ μάρκετ δεν σημαίνει απαραιτήτως μείωση του όγκου, αλλά συχνά πρόκειται για στροφή σε φθηνότερα είδη, δηλαδή προϊόντα που βρίσκονται σε προσφορά ή προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Βάσει των στοιχείων που παρουσίασε στο χθεσινό συνέδριο ο κ. Αλέξανδρος Φλώρος, διευθυντής υπηρεσιών λιανεμπορίου της Nielsen για την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ τον Οκτώβριο του 2017, το 52,2% των επώνυμων προϊόντων στα σούπερ μάρκετ διατέθηκε σε προσφορά. Το αντίστοιχο ποσοστό συνολικά στην κατηγορία των ταχυκίνητων αγαθών (προϊόντα που καταναλώνονται συχνά και αγοράζονται συχνά) είναι επίσης υψηλό, 44,5%. Υψηλό, εξάλλου, είναι το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, στο 15,2%, εξαιρουμένης της Lidl Hellas και 25,2% συμπεριλαμβανομένης της Lidl Hellas. Οι προσφορές, όπως σημείωσε ο κ. Φλώρος, με τον τρόπο που γίνονται έχουν μετατραπεί σε μπούμερανγκ. Κι αυτό, διότι μόλις το 16% των προωθητικών ενεργειών δημιουργεί κοινό όφελος για τους προμηθευτές και τους λιανέμπορους, ενώ το 60% καταλήγει σε απώλεια τζίρου. Το υπόλοιπο ποσοστό των προσφορών έχει μηδενική επίδραση. Αξίζει δε να σημειωθεί εδώ ότι το κόστος των προωθητικών ενεργειών επιβαρύνει κατά τα 2/3 τους προμηθευτές, τη βιομηχανία δηλαδή, και κατά 1/3 τα σούπερ μάρκετ. «Οι προσφορές είναι αναγκαίο κακό. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η αγορά δεν δείχνει να αντιμετωπίζει τις προσφορές σαν αναγκαίο κακό», υποστήριξε ο διευθυντής υπηρεσιών λιανεμπορίου της Nielsen.
Εξαιτίας των εκτεταμένων προσφορών και του «εθισμού» των καταναλωτών σε αυτές, μειώνεται σημαντικά η πιστότητα σε συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ. Με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα, ολοένα και περισσότερο επιλέγουν σε ποιο κατάστημα θα ψωνίσουν με πρωταρχικό κριτήριο τις προσφορές που διενεργεί. Οπως σημείωσε ο κ. Φλώρος, ενώ το 2005 το 15% των καταναλωτών δήλωνε ότι δεν αλλάζει εταιρεία σούπερ μάρκετ λόγω των προσφορών, σήμερα το ποσοστό αυτό είναι μόλις 3%.
ΚΑαθημερινή