Εκοιμήθει σε ηλικία 74 ετών, ο Μητροπολίτης Σύμης, Τήλου, Χάλκης και Καστελλορίζου, υπέρτιμος και έξαρχος Νοτίου Αιγαίου Πελάγους, Χρυσόστομος (κατά κόσμον Ιωάννης Δημητριάδης), μετά από μια πολύμηνη μάχη με την επάρατο.
Γεννήθηκε στα Αγρίδια της Ίμβρου. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, Εγγράφηκε στο Λυκειακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Στις 13/6/1968 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος στις 6/8/1968.
Το 1976 στάλθηκε ως εφημέριος στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής.
Στη συνέχεια διετέλεσε εφημέριος στην Γερμανία. Στις 8/11/1980 χειροτονήθηκε Τιτουλάριος Επίσκοπος, Βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Γερμανίας, με τον τίτλο Παμφίλου. Διατέλεσε στη Γερμανία Αρχιερατικώς Επίτροπος Βορείου Γερμανίας και Ανόβερου ενώ Διατέλεσε και Πρωτοσύγκελλος (1995-2000).
Στις 4/4/2004 εξελέγη υπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης της αρτισυστάτου Μητροπόλεως Σύμης.
ΑΓΓΕΛΜΑ ΕΚΔΗΜΙΑΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΥΜΗΣ ΚΥΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σύμης, ἀναγγέλει μετά κατωδύνου καρδίας καί βαθείας συγκινήσεως τήν πρός Κύριον ἐκδημίαν τοῦ σεπτοῦ Ποιμενάρχου αὐτῆς, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύμης κυροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη κατόπιν πολυμήνου καί πολυωδύνου ἀσθενείας τήν πρωΐαν τῆς σήμερον 9ης Ἰανουαρίου μηνός τοῦ δισχιλιοστοῦ δεκάτου ὀγδόου ἔτους, εὑρισκόμενος ἐν Ρόδῳ.
Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Σύμης, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος Νοτίου Αἰγαίου Πελάγους, κυρός Χρυσόστομος (κατά κόσμον Ἰωάννης Δημητριάδης) ἐγεννήθη κατά τό ἔτος 1944, ἐν Ἀγριδίοις Ἴμβρου, ὅπου καί ἤκουσε τά πρῶτα γράμματα. Ἐν συνεχείᾳ ἐφοίτησεν εἰς τό Λυκειακόν Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης. Κατόπιν ἐνεγράφη εἰς τὴν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας κατέστη πτυχιοῦχος. Ἀνῆκε εἰς τήν ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἐν Χαλκιδικῇ. Τήν 13ην Ἰουνίου 1968 ἐχειροτονήθη Διάκονος καί τήν 6ην Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος ἐν Θεσσαλονίκῃ. Κατά τά ἔτη 1974 ἕως 1976 ὑπηρέτησεν ὡς ἐφημέριος, εἰς τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς. Ἐν συνεχείᾳ, μεταβάς εἰς Γερμανίαν, ἐτοποθετήθη Ἐφημέριος εἰς τήν Ἑλληνικήν Ὀρθόδοξον Ἐνορίαν Ἁγίου Βασιλείου, τῆς πόλεως τοῦ Ἁννοβέρου. Τόν Ὀκτώβριον τοῦ ἔτους 1980 ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν ἐξέλεξε βοηθόν Ἐπίσκοπον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Παμφίλου, τῆς χειροτονίας αὐτοῦ γενομένης τήν 8ην Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ Ἁγίας Τριάδος Βόννης. Ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος ἀνέλαβε καθήκοντα Ἀρχιερατικῶς Προϊσταμένου τῆς ἐνορίας Ἁννοβέρου καί Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Βορείου Γερμανίας. Κατά τά ἔτη 1995-2000 διετέλεσε Πρωτοσυγκελλεύων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας. Τήν 20ήν Ἀπριλίου 2004 ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν ἐξέλεξεν πρῶτον Μητροπολίτην τῆς ἀρτισυστάτου Μητροπόλεως Σύμης.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σύμης