Υπάρχουν δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για το 2019 και το 2020, σημειώνει στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής. Φέρνει αποτελέσματα η μείωση της αβεβαιότητας, αλλά υπάρχουν ακόμα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.
Η μείωση της αβεβαιότητας φέρνει αποτελέσματα, υποστηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Όπως αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος), τo 2017 έληξε με προκαταρκτική συμφωνία για την τρίτη αξιολόγηση. Όμως, η διαδικασία της αξιολόγησης συνεχίσθηκε τον Ιανουάριο 2018 καθώς είχαν μείνει αρκετές εκκρεμότητες όσον αφορά στα «προαπαιτούμενα» για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου από τον ΕΜΣ. Επίσης, δεν έχει αποσαφηνισθεί ακόμα η μελλοντική στάση του ΔΝΤ.
Όλες οι διεθνείς αναλύσεις (όπως εξάλλου και το Γ.Π.Κ.Β.) διαπιστώνουν πρόοδο:
* στον τομέα των μεταρρυθμίσεων (κανονιστική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.λπ.), αλλά και
* στη δημοσιονομική διαχείριση.
Ωστόσο διαπιστώνει ότι είναι πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν κατ’ αρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου) τον Αύγουστο 2018. Παράλληλα έχουν ψηφισθεί για το 2019 και 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας (μείωση του αφορολόγητου) και δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως) ως το 2021. Αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες, εκτιμά.
Η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:
1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας, που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.
2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους.
Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».
3. Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στον βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.
Επίσης, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:
1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% του ΑΕΠ, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα, αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
euro2day.gr