Συνέντευξη στην
Πέγκυ Ντόκου
Έκκληση «να μην αχρηστευθούν οι θυσίες του ελληνικού λαού» απευθύνει μέσα από την σημερινή συνέντευξή του στην «δημοκρατική» ο φοροτεχνικός, οικονομικός επόπτης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου, μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος καθώς και μέλος του Τομέα Σχεδιασμού Φορολογικής Πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας κ. Φώτης Κασέκας. Επιπλέον, μιλάει για την 3η αξιολόγηση και την έξοδο από το Μνημόνιο, για τα Capital Controls, τον ακατάσχετο λογαριασμό που αποτελεί ένα αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς και το μεγάλο ζήτημα των επενδύσεων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της χώρας.
Η συνέντευξη αναλυτικά
• Κύριε Κασέκα, με το νέο έτος ακούμε κάποια θετικά μηνύματα όσον αφορά την 3η αξιολόγηση και την έξοδο από το μνημόνιο μέχρι τον Αύγουστο. Τι αντίκτυπο αναμένετε εσείς να έχουν αυτά στην κοινωνία και στον επιχειρηματικό κόσμο;
Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι η έξοδος από το 3ο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής αναμένεται να επέλθει με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης στις 20 Αυγούστου του τρέχοντος έτους.
Θεωρώ ότι η κυβέρνηση θα πετύχει μεν την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά με την εξασφάλιση μιας προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης η/και την έναρξη ενός νέου «μίνι» μνημονίου το οποίο θα ονομαστεί «πλαίσιο επιτήρησης». Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να αναμένουμε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα του quantitative easing της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας κάτι το οποίο σημαίνει ότι το κόστος χρήματος θα παραμείνει υψηλό για την Ελλάδα.
Οι άμεσες συνέπειες της εξόδου από το μνημόνιο θα είναι περισσότερο ψυχολογικές, αφού θα απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο η αίσθηση του κινδύνου της εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ. Αυτό, αυτόματα θα σημαίνει την ευκολότερη προσέλκυση ξένων κεφαλαίων αφού θεωρητικά η Ελλάδα θα διαθέτει τη «βούλα» της αναπτυγμένης και σταθερής οικονομίας, στοιχεία που αποτελούν πρωτεύοντα κριτήρια κατά την αξιολόγηση μιας επένδυσης. Θα πρέπει όμως να αντιληφθούμε το «κόστος» της τέταρτης αξιολόγησης που αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Από τις βασικές προϋποθέσεις της τέταρτης αξιολόγησης είναι η πλήρης εναρμόνιση του ΦΠΑ νησιών του Αιγαίου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Καταλαβαίνετε ότι δεν έχει νόημα πλέον να φωνάζουμε για παρατάσεις και επαναφορά μειωμένων συντελεστών. Το χειρότερο όμως είναι ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί το καθεστώς φορολόγησης της Ναυτιλίας αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το φορολογικό σύστημα που διέπει τη ναυτιλία στην Ελλάδα έρχεται σε αντίθεση με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές των κρατικών ενισχύσεων για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στις 280 χιλιάδες οικογένειες που ζουν από τη ναυτιλία στην Ελλάδα.
• Τα Capital Controls παραμένουν και φαίνεται ότι δεν θα φύγουν εύκολα. Τελικά πόσο επηρέασαν την επιχειρηματικότητα;
Οι πρόσφατες αλλαγές στα Capital Controls που ισχύουν από 1η Φεβρουαρίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιώδεις. Είχαμε μια αύξηση κατά 3 εκατομμύρια των καθαρών εμβασμάτων (αφού δλδ. από το ποσό που διακινείται μέσω εξερχόμενων εμβασμάτων αφαιρεθεί το ποσό που εισέρχεται στη χώρα μέσω εμβασμάτων από το εξωτερικό) που μπορούν να στείλουν στο εξωτερικό μηνιαίως τα 10 ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, φτάνοντας αισίως το ποσό των 39 εκατομμυρίων ευρώ.
Στη πράξη, για τα νησιά του Αιγαίου, που αποτελούν μια κατ’ εξοχήν εξωστρεφή οικονομία, παραμένει η δυσκολία στις τοπικές επιχειρήσεις προκειμένου να εισάγουν τα απαραίτητα εμπορεύματα για τη λειτουργία τους αλλά και η χρονοβόρα γραφειοκρατία για να εξασφαλιστεί ο εξοπλισμός και τα δομικά υλικά των υπό κατασκευή και υπό ανακαίνιση εγκαταστάσεων.
Για άλλη μια φορά όμως θα εκθειάσω την προνοητικότητα των επιχειρηματιών του τόπου μας οι οποίοι έχουν φροντίσει να διαθέτουν τραπεζικό λογαριασμό στο εξωτερικό ούτως ώστε να παρακάμπτουν τη γραφειοκρατία που συνοδεύει την αποστολή εμβασμάτων από ελληνικές Τράπεζες. Θυμίζω, ότι ενώ βάσει νόμου τα εισερχόμενα εμβάσματα μπορούν να αποσταλούν αυτούσια εκτός Ελλάδος, στην πράξη οι τράπεζες ζητούν δικαιολογητικά για την τεκμηρίωση της συναλλαγής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αρνούνται να προβούν σε διεκπεραίωση της συναλλαγής επικαλούμενες το μηνιαίο όριο που διαθέτει η κάθε μια ως προς τα εξερχόμενα εμβάσματα.
• Ο ακατάσχετος λογαριασμός παραμένει ένα αίτημα των επιχειρηματιών. Γιατί δεν εισακούεται από την κυβέρνηση;
Θα σας παραπέμψω στο επίσημο αίτημα του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος που είναι η δημιουργία με νομοθετική διάταξη «ειδικού ακατάσχετου λογαριασμού», ο οποίος θα μπορεί, ακόμη και μετά την εντολή κατάσχεσης, να τροφοδοτεί τις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης (πληρωμή μισθοδοσίας, οφειλών προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και προμηθευτών) και να καθορίζεται το ύψος του ακατάσχετου ποσού, βάσει των απολογιστικών δεδομένων της οικονομικής λειτουργίας κάθε επιχείρησης. Κι ενώ με την νομοθέτηση της εξωδικαστικής διαδικασίας, που προβλέπεται με τον Ν4469/2017, δίνεται η ευκαιρία στην ελληνική αγορά να ρυθμίσει τις οφειλές της και να εξασφαλίσουν την ομαλότητα οι επιχειρήσεις στις τραπεζικές τους συναλλαγές, η προϋπόθεση της μιας κερδοφόρας χρήσης για να μπορέσει να υπαχθεί μια επιχείρηση στον παραπάνω νόμο καθιστά αδύνατη την πρόσβαση χιλιάδων επιχειρήσεων στις ευεργετικές αυτές διατάξεις.
Ομολογώ ότι στο θέμα αυτό η διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης, απέναντι στους δανειστές, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας ακατάσχετος επιχειρηματικός λογαριασμός χωρίς περιορισμούς είναι μηδαμινή. Δεδομένου ότι αποτελεί ένα άμεσο τρόπο είσπραξης οφειλών προς το δημόσιο από τους επιχειρηματίες κάτι για το οποίο πιέζουν μόνιμα οι θεσμοί.
• Τελικά, ο μεγάλος στόχος, που παραμένουν οι επενδύσεις, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε τέτοιο «εχθρικό» επιχειρηματικό περιβάλλον, χωρίς σταθερή φορολογία κ.λπ. Τι πρέπει να γίνει;
Θα εκπλαγείτε πολλές φορές με τα κριτήρια των επενδυτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι διατεθειμένοι να λειτουργήσουν σε ένα «ακριβό» συγκριτικά φορολογικό περιβάλλον εάν αξιολογούν ότι θα συμβάλει στην ενίσχυση του brand name τους. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή όμως το βασικότερο κριτήριο είναι η σταθερότητα του πολιτικού, οικονομικού και κατ’ επέκταση φορολογικού περιβάλλοντος. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη να μπορούν οι επιχειρήσεις να παρουσιάζουν συγκεκριμένα αποτελέσματα προς τους μετόχους και πιστωτές προκειμένου να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη χρηματοδότηση για την υλοποίηση έργων και επενδύσεων. Για ποια σταθερότητα μπορούμε όμως να μιλάμε όταν έχει θεσμοθετηθεί (!!!) η διακύμανση των φορολογικών συντελεστών με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος; Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% για το 2018 θα πρέπει να αναμένουμε τη μείωση του αφορολόγητου ορίου φυσικών προσώπων στο ποσό των 5.636 ευρώ. Μιλάμε δηλαδή για αναδρομική φορολόγηση εσόδων ανάλογα με την επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού.
Κι ενώ η κυβέρνηση επιμένει ότι είναι δεμένα τα χέρια της και ότι η υπερ-φορολόγηση πηγάζει από τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών για υπερβολικά πλεονάσματα, οι θεσμικές και νομοθετικές της παρεμβάσεις για την υλοποίηση επενδύσεων μόνο ως τροχοπέδη λειτουργούν τελικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η διακοπή της λειτουργίας των ορυχείων χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής με την αποχώρηση της Eldorado Gold από την Ελλάδα λόγω αλλαγών στις διαδικασίες έκδοσης κάποιων αδειών. Εδώ στη Ρόδο βλέπουμε πως παρεμποδίζεται η υλοποίηση επενδύσεων από την Αμερική, την Κύπρο και το Ισραήλ λόγω των παρεμβάσεων της αρχαιολογίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τοπικές κοινωνίες.
Συνεχίζει ταυτόχρονα να αγνοεί επιδεικτικά θεσμικά κίνητρα που δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό όπως είναι η μείωση της ίδιας συμμετοχής που απαιτείται για να ενταχθεί μια επιχείρηση στον αναπτυξιακό νόμο ή η άρση του πόθεν εσχες στην απόκτηση επενδυτικών αγαθών και στις επενδύσεις κεφαλαίου. Με απλά λόγια διαπιστώνουμε όλοι ότι το αναπτυξιακό μοντέλο που ονειρεύεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν συνάδει με το σύγχρονο κοινωνικό-οικονομικό μοντέλο που ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη δημιουργώντας έτσι τους απαραίτητους πόρους για να χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό πρόσωπο του κράτους.
Θα ήθελα κλείσω με μια ευχή: H μετάβαση στη μετά-μνημονική εποχή να μη συνοδευτεί από μια «επιστροφή στα παλιά» που θα αχρηστεύσει ουσιαστικά τις θυσίες που έχει υποστεί ο ελληνικός λαός τόσα χρόνια.