Οι μεγαλύτερες απώλειες εμφανίζονται στον κλάδο των κατασκευών, του οποίου η συμμετοχή στο σύνολο της απασχόλησης περιορίζεται από 8,6% σε 4,1%, δηλαδή στο μισό. Αντίστοιχα, σοβαρή υποχώρηση αντιμετωπίζει και ο κλάδος της μεταποίησης, με τη συμμετοχή του στο σύνολο της απασχόλησης να υποχωρεί από 11,8% σε 9,5%.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι εξελίξεις στον κλάδο παροχής εστίασης και καταλύματος (κύριες τουριστικές υπηρεσίες), όπου εμφανίζεται αύξηση της συμμετοχής στο σύνολο της απασχόλησης από 7,5% σε 10,4%, αλλά και στον κλάδο της υγείας με αύξηση από 5% σε 6,2%.
Οι τάσεις αυτές γίνονται εμφανείς και κατά την εξέταση των στοιχείων της απασχόλησης κατά επάγγελμα. Ειδικότερα, η ΓΣΕΕ στην έκθεσή της παρατηρεί ότι σημαντικές μειώσεις εμφανίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες επαγγελμάτων, στα διευθυντικά στελέχη και στους ειδικευμένους τεχνίτες, με τους πρώτους να υποχωρούν από 10,4% του συνόλου των απασχολουμένων το γ΄ τρίμηνο του 2008, σε 2,5% το γ΄ τρίμηνο του 2017 και τους δεύτερους να περιορίζονται από 14,1% σε 9,4% την αντίστοιχη περίοδο.
Η σημαντική μείωση στα διευθυντικά στελέχη υποκρύπτει, σύμφωνα με τους αναλυτές της Συνομοσπονδίας, δύο τάσεις: αφενός τον περιορισμό και τον εξορθολογισμό των διοικητικών δραστηριοτήτων και αφετέρου, και πιθανότατα κύρια, το γεγονός ότι μια σειρά από αυτοαπασχολούμενοι με μικρό αριθμό προσωπικού (κυρίως οι ιδιοκτήτες μικρών εμπορικών καταστημάτων) καταγράφονταν σε αυτή την κατηγορία.
Από την άλλη, η μείωση στους εξειδικευμένους τεχνίτες μπορεί να σχετιστεί άμεσα με τη συρρίκνωση της απασχόλησης στον κλάδο των κατασκευών, καθώς σε αυτό τον κλάδο απασχολούνταν η πλειονότητα των εξειδικευμένων τεχνιτών στην ελληνική οικονομία κατά το παρελθόν.
Με άλλα λόγια, οι ομάδες επαγγελμάτων που έπληξε περισσότερο η κρίση είναι των αυτοαπασχολούμενων με μικρό αριθμό προσωπικού και των εξειδικευμένων τεχνιτών, δηλαδή παραδοσιακές κατηγορίες επαγγελμάτων.
Αντίθετα, τα επαγγέλματα που σχετίζονται με υπηρεσίες εμφανίζουν σημαντική αύξηση από 14,6% του συνόλου σε 23,9%. Αντίστοιχα, σημαντική αύξηση εμφανίζουν και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με επιστημονικές δραστηριότητες, καθώς η συμμετοχή τους στο σύνολο αυξάνεται από 14,8% σε 18,9%.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι εξελίξεις αυτές δείχνουν μια εμβάθυνση της τάσης “τριτογενοποίησης” της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα με υποχώρηση παραδοσιακών κλάδων του δευτερογενούς τομέα (κατασκευές και μεταποίηση) αλλά και της αυτοαπασχόλησης και ενίσχυση της σχετικής σημασίας κλάδων των υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, η εξέλιξη δυσκολεύει τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα, καθώς ο κλάδος της μεταποίησης παράγει τη μεγάλη πλειονότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οποίων αποτέλεσε βασικό στόχο και επίδικο των προγραμμάτων προσαρμογής. Επιπλέον, η ενίσχυση του κλάδου της μεταποίησης έχει σύμφωνα με τους αναλυτές, ουσιαστικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο πληρωμών και συνεπώς συμβάλλει στην εξισορρόπηση προηγούμενων ανισορροπιών στη διεθνή θέση της χώρας.
Αντίθετα, η περαιτέρω ενίσχυση του κλάδου του τουρισμού, ενώ από μόνη της συνιστά θετική εξέλιξη, στον βαθμό που απολυτοποιείται βαθαίνει προηγούμενες ανισορροπίες, καθώς καθιστά την οικονομία ολοένα και πιο ευάλωτη σε εξωγενείς μεταβλητές, όπως το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα πολιτών ξένων χωρών.
Η Συνομοσπονδία μάλιστα, καταλήγει πως τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την αναγκαιότητα στοχευμένων παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας, που θα επαναφέρουν στο εργατικό δυναμικό γυναίκες και νέους οι οποίοι αποχώρησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, επισημαίνεται στην έκθεση, οι προσπάθειες ανάκαμψης της οικονομίας θα εμποδίζονται από τη συρρίκνωση των πηγών των διαθέσιμων δεξιοτήτων των εργαζομένων, η οποία προκύπτει ως άμεσο αποτέλεσμα της εξόδου σημαντικού αριθμού νέων και γυναικών από το εργατικό δυναμικό κατά τα χρόνια της κρίσης.
Τέλος, ως γενική παρατήρηση αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης περίπου το μισό από το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό δεν απασχολείται, γεγονός που συμπιέζει την εγχώρια κατανάλωση και επιβαρύνει δυσανάλογα το δημοσιονομικό σύστημα. Είναι ενδεικτικό ότι ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και πριν από το 2008 ήταν χαμηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης (66,2%), δείχνοντας έτσι τόσο τις εγγενείς δομικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα όσο και τις δυνατότητες.
Ρούλα Σαλούρου-euro2day.gr