Ενώπιον του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου συζητήθηκε την 21η Μαρτίου 2018 η αίτηση αναίρεσης, που άσκησε πρώην λογιστής της Δημοτικής Επιχείρησης Συγκοινωνιών «ΡΟΔΑ», για την ακύρωση απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών με αναστολή υπό τον όρο της εμφάνισής του στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του, στο πρώτο πενθήμερο κάθε διμήνου.
Στον κατηγορούμενο, είχε επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή κάθειρξης 8 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα ενώ του είχε αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Θυμίζουμε ότι ο κατηγορούμενος κι ακόμη ένας υπάλληλος, που έχει στο μεταξύ αποβιώσει, κατηγορήθηκαν για το ό,τι στο χρονικό διάστημα από το έτος 2001 μέχρι και την 22-7-2004, ενεργώντας από κοινού, αφού πλήρωναν με μετρητά τον προμηθευτή κ. Γ. Ρούσσο παρακρατούσαν χρηματικό ποσό που ανερχόταν κάθε φορά σε ποσοστό 20% επί της καθαρής αξίας εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής που εξέδιδε.
Φέρονται συγκεκριμένα να παρακράτησαν 15.241,37 ευρώ από 11 τιμολόγια – δελτία αποστολής του προμηθευτή και συνολικά σε σύνολο συναλλαγών ύψους 495.033,29 ευρώ με τον ίδιο προμηθευτή το ποσό των 99.006,66 ευρώ.
Στην αίτηση αναίρεσης, που άσκησε δια του νομικού του συμπαραστάτη, δικηγόρου κ. Μανώλη Κουτσούκου, ο κατηγορούμενος προσέβαλε την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με την απόρριψη της ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 258 ΠΚ, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας εξαιτίας παραλείψεως αποφάνσεως επί προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού και εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 256 περ. γ΄ υποπερ. α΄ ΠΚ (ως προς τη συνδρομή ιδιαιτέρων τεχνασμάτων) και εντεύθεν ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Η ΔΕΣ ΡΟΔΑ, που παραστάθηκε στην συζήτηση της αιτήσεων αναιρέσεως δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της κ.κ. Μηνά Τσέρκη και Σέργιου Αναστασιάδη, υποστήριξε ότι όλες οι ως άνω αναιρετικές αιτιάσεις τυγχάνουν αβάσιμες στην ουσία τους.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που εξέτασε την υπόθεση, εισηγήθηκε στο Ποινικό Τμήμα την απόρριψη της αιτήσεως.
Πιο συγκεκριμένα ο αναιρεσείων αιτιάται ότι, καίτοι καταδικάσθηκε για υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, εντούτοις το κλητήριο θέσπισμα δεν περιγράφει αναλυτικά το συνολικό αριθμό και την αξία των σχετικών τιμολογίων-δελτίων αποστολής που εξέδωσε ο προμηθευτής, δεν αναφέρει αν εξοφλήθησαν ή αν ήταν επί πιστώσει, δεν αναφέρει το χρόνο έκδοσης και το χρόνο πληρωμής κάθε τιμολογίου καθώς και τον αριθμό του σχετικού εντάλματος πληρωμής, δεν αναφέρει σε ποια συγκεκριμένα τιμολόγια έγινε η διατεινόμενη υπερτιμολόγηση, ενώ δεν αναφέρει τον χρόνο τελέσεως κάθε αυτοτελούς πράξεως υπεξαιρέσεως, αν και το αντίστοιχο αδίκημα τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση.
Τέλος, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αν και τα παρακρατηθέντα χρήματα μετά την έκδοση των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων και την εκταμίευσή τους ανήκαν κατά κυριότητα στον προμηθευτή και πωλητή, κακώς παραπέμφθηκε δυνάμει του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος για υπεξαίρεση σε βάρος της Δημοτικής Επιχειρήσεως Συγκοινωνιών Ρόδου.
Η ΔΕΣ ΡΟΔΑ διατείνεται στον αντίποδα ότι το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου ορθώς απέρριψε τις ενστάσεις με την αιτιολογία ότι δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της κατηγορίας να προσδιορίζονται λεπτομερώς, ένα προς ένα, τα τιμολόγια που εκδόθηκαν αναφορικά με τον προμηθευτή, αφού το ζήτημα αυτό μπορεί να προκύψει και να συμπληρωθεί από τις αποδείξεις, αλλά αρκεί η αναφορά του συνόλου των προμηθειών των επίμαχων ανταλλακτικών.
Ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι από τη στιγμή που το εκάστοτε ένταλμα έχει υπογραφεί από τον προμηθευτή και καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία ως παραστατικό, το ποσό της πληρωμής ανήκει κατά κυριότητα στον προμηθευτή και όχι στη Δημοτική Επιχείρηση Συγκοινωνιών Ρόδου, και ότι για το λόγο αυτόν είναι λογικώς και νομικώς αδύνατη η τέλεση υπεξαιρέσεως σε βάρος της τελευταίας.
Διατείνεται δε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε παντάπασιν να απαντήσει και προχώρησε στην ουσιαστική εκδίκαση της υποθέσεως, κηρύσσοντάς τον ένοχο για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία.
Η ΔΕΣ ΡΟΔΑ υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αναιρετική αιτίαση είναι προδήλως αβάσιμη, τονίζοντας ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί του ότι ο παθών εκ του αδικήματος της υπεξαιρέσεως είναι διαφορετικός από τον φερόμενο, είτε ότι μεταξύ των αποδιδομένων σε αυτόν αδικημάτων υπάρχει σχέση φαινομένης συρροής συνιστούν ισχυρισμούς αρνητικούς της κατηγορίας, καθόσον δεν επηρεάζουν ούτε τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων, ούτε τον καταλογισμό της πράξης σε ενοχή αυτού, ούτε μειώνουν ή εξαλείφουν το αξιόποινό του.
Ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου εντελώς αντιφατικά δέχθηκε τη συνδρομή «ιδιαιτέρων τεχνασμάτων» με συνέπεια όχι μόνο να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κακουργηματική μορφή αλλά επιπλέον, δέχθηκε αντιφατικώς ως ιδιαίτερο τέχνασμα την παραπλάνηση του προμηθευτή εκ μέρους του, πράξη όμως για την οποία (απάτη), αυτός κηρύχθηκε αθώος. Δεν παρατίθενται δε –εσφαλμένως κατ’ αυτόν– το σύνολο των τιμολογίων επί των οποίων έλαβε χώρα η υπερτιμολόγηση.
Η ΔΕΣ ΡΟΔΑ διατείνεται ότι το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με σαφήνεια και πληρότητα θεώρησε ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, πέραν της παραπλανήσεως του προμηθευτού την παραγγελία υπερβολικού για τις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης αριθμού ανταλλακτικών, την υπερτιμολόγηση σε σχέση με τις μέσες τιμές ορισμένων ανταλλακτικών, την πληρωμή των ενταλμάτων στον προμηθευτή, ενώ αυτό ήταν καθήκον του ταμία της επιχείρησης και την αφαίρεση των καθηκόντων από τον αποθηκάριο αναφορικώς με την εισαγωγή και εξαγωγή ανταλλακτικών στις καρτέλες της αποθήκης.