Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Κρεμαστινός έλαβε το λόγο κατά την κοινή συζήτηση όλων των αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής για το νομοσχέδιο «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022». Στην τοποθέτησή του, ο Δημήτρης Κρεμαστινός έστρεψε ακόμα μία φορά την προσοχή της Βουλής στο μεγάλο πρόβλημα της χώρας: την έλλειψη ανάπτυξης. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η Ελλάδα εξακολουθεί να πηγαίνει από μνημόνιο σε μνημόνιο και όλα τα πλεονάσματα εξαρτώνται από τη βαριά φορολογία και τις περικοπές μισθών και συντάξεων. Ακόμα και η έξοδος στις αγορές προέβλεψε ότι θα είναι δυσβάσταχτη για τη χώρα υπό αυτές τις συνθήκες, και συνεπώς, όπως διατύπωσε, μεταβαίνουμε σε μια περίοδο χειρότερη από τις τρεις που περάσαμε.
Αναλυτικά η ομιλία του ήταν η εξής:
«ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ: Είναι δύσκολο να αναπτύξω τις θέσεις μου σε κάθε ένα άρθρο ξεχωριστά, αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω στην αίθουσα, την απορία του μέσου Έλληνα, με αφορμή ένα δημοσίευμα από την ιστοσελίδα των Financial Times, πριν από μερικούς μήνες, με τίτλο «Το δράμα της Ελλάδας». Και το δράμα της Ελλάδας, ποιο είναι; Είναι, ότι από το ένα μνημόνιο μεταβαίνει στο δεύτερο, στο τρίτο μνημόνιο, άλλοι μιλάνε και για τέταρτο μνημόνιο, ενώ, όλες οι άλλες χώρες έχουν ακολουθήσει τελείως διαφορετικό δρόμο, μηδέ της Κύπρου εξαιρουμένης.
Και βεβαίως, οι πρωθυπουργοί, κατά σειρά, ο μεν πρώτος ομολόγησε το περίφημο «ουδείς αναμάρτητος», που σήμαινε με λίγα λόγια, ότι δεν είχε εκτιμήσει σαφώς τα πράγματα όταν διέγραφε την κυρία Μπακογιάννη και ο δεύτερος, ο σημερινός πρωθυπουργός, απολογούμενος, εντός ή εκτός εισαγωγικών, προς την αντιπολίτευση είπε, από αυτό το βήμα, ότι αυταπατήθηκε, που με απλά ελληνικά μεταφράζεται στο ότι πίστευε, το πρώτο εξάμηνο, ότι διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, διαφορετικά θα αντιδρούσαν οι δανειστές και έκανε το μεγάλο λάθος.
Και τώρα, ερχόμαστε στο «τι θα γίνει τώρα από δω και μπρος», που δεν θα παίρνουμε πια λεφτά, αλλά θα δανειζόμαστε κανονικά από τις αγορές, με επιτόκιο 4 φορές παραπάνω από αυτό που δανειζόμαστε τώρα. Θα υπάρχει η εποπτεία, η οποία οποιαδήποτε και εάν είναι η κυβέρνηση, εάν δεν είναι ικανοποιημένη από την εξέλιξη των πραγμάτων, θα διαμορφώνει άποψη στις αγορές για να κανονίσουν τα επιτόκιά τους.
Άρα λοιπόν, μεταβαίνουμε σε μίαν άλλη περίοδο, χειρότερη από αυτές τις τρεις που περάσαμε – με τα σφάλματα, εάν θέλετε, και τις αδυναμίες του καθενός κόμματος και πρωθυπουργού – με τη μεγάλη αδυναμία όμως, να ακούμε κάθε μέρα τους πάντες να κλαίνε στις τηλεοράσεις, είτε με πραγματικά δάκρυα, είτε με κροκοδείλια, επειδή κόβονται μισθοί και συντάξεις, όταν ξέρουμε, ότι ο δρόμος είναι καθορισμένος. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εάν τα πλεονάσματα δεν είναι υγιή πλεονάσματα, δηλαδή, να βγαίνουν από ανάπτυξη και επενδύσεις και να μην βγαίνουν από φορολογία, υποχρεωτικά θα κόβονται μισθοί και συντάξεις.
Και το ερώτημα είναι, και εδώ έπρεπε να ασχοληθεί η Βουλή και τα κόμματα, πώς μπορεί με το Σύνταγμα που υπάρχει σήμερα να απλοποιηθεί η γραφειοκρατία, στη δικαιοσύνη π.χ. να βγάζει γρήγορα αποφάσεις, γενικότερα, η γραφειοκρατία στη διοίκηση και πώς μπορούμε να γίνουμε ελκυστικοί στους επενδυτές; Απλώς με τα λόγια που λέει η Αξιωματική Αντιπολίτευση, ότι χρειαζόμαστε 100 δις επενδύσεις; Πώς θα γίνουν αυτές οι 100 δις επενδύσεις, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε, τόσα χρόνια, την επένδυση στο Ελληνικό; Είναι δηλαδή βασικά ερωτήματα, που εγώ πιστεύω, ότι αυτά είναι που έπρεπε να απασχολούν σήμερα τη Βουλή και όχι το πολυνομοσχέδιο, το οποίο, περίπου, είναι αυτό που υπαγορεύουν οι δανειστές, οι θεσμοί, η Τρόικα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή είναι η αγωνία. Και αυτήν την αγωνία θέλω να εκφράσω, σε αυτήν την αίθουσα, αυτή τη στιγμή.
Βεβαίως, θα πρέπει να πω, ότι, εάν εξαρχής τα πράγματα είχαν πάρει διαφορετικό δρόμο και είχε σχηματιστεί μια κυβέρνηση όλων των δυνάμεων, την ώρα που έπρεπε, είμαι βέβαιος, ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη σήμερα και τα μνημόνια θα είχαν οδηγήσει σε ανάπτυξη. Διότι, δεν είναι τυχαίο πως η Κύπρος, που της είχαν κάνει και το περίφημο «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων, σήμερα έχει ανάπτυξη τριπλάσια ή τετραπλάσια από τη δική μας, ενώ εμείς φιλοδοξούμε να έχουμε την ανάπτυξη της Κύπρου, άγνωστο μετά από πόσα χρόνια.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι πιστεύω ότι ο κ. Τσακαλώτος έκανε ό,τι μπορούσε. Πιστεύω ότι το ίδιο έκαναν και οι προηγούμενοι υπουργοί. Εντούτοις, θα ήθελα να τον ακούσω να μας πει πώς βλέπει τον επόμενο Υπουργό, να μιλάει στους δανειστές, στις αγορές, ή για τα επιτόκια. Είναι αισιόδοξος; Αυτό θα με ενδιέφερε να ακούσω.»