Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Είναι αρχοντική, κοντέσα και καθόλου retro. Η CAIR ξεσκόνισε τους ώμους της, κατέβηκε από το ράφι του χρόνου και αναγεννημένη έχει ξεκινήσει μια απόλυτα υγιή πορεία. Τα 90 χρόνια ζωής την έχουν γεμίσει σοφία και ξεχωριστή θέση στις αγορές, όμως δεν έχουν βαρύνει τα βήματά της. Απεναντίας, κατάφερε να κλείσει όλες τις παλιές, ασήκωτες οικονομικές υποχρεώσεις και απελευθερωμένη ανοίγεται σε νέους ορίζοντες.
Το πιο καινούργιο προϊόν που θα λανσάρει στην ελληνική αγορά είναι το Βερμούτ 40 ετών! Η σχεδόν ξεχασμένη δεξαμενή είναι γεμάτη αρωματικό κρασί, αψέντι, μπαχάρια και όπως περιέγραψε προς τη «δημοκρατική» ο εμπορικός διευθυντής της CAIR Δημήτρης Αλεβίζος «ήδη έχουμε αρχίσει την εμφιάλωση και από το τέλος του τρέχοντος μηνός θα βγούμε στην αγορά». Από το παλαιωμένο Vermouth θα κυκλοφορήσουν μόλις 10.000 φιάλες και… όποιος προλάβει. Η μάχη της διεκδίκησης μιας φιάλης θα είναι στα σίγουρα σκληρή, καθώς συλλέκτες και bartenders που σέβονται την κάβα τους, θα θελήσουν να έχουν τουλάχιστον μία μποτίλια.
«Αισίως έχουμε φτάσει στις 25 ετικέτες οίνων και έχουμε καταφέρει να είμαστε μακράν η Νο1 εταιρεία παραγωγής αφρωδών οίνων στην Ελλάδα». Ο κ. Δημήτρης Αλεβίζος εξήγησε ότι ο κύριος εμπορικός στόχος είναι η ανανέωση του καταναλωτικού κοινού (της λιανικής). Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν σχεδιαστεί νέες συσκευασίες, μικρές και μεγάλες, που ακολουθούν το σύγχρονο lifestyle της νεολαίας. Το νεότερο δημιούργημα της CAIR είναι η Rhosecco (η Ροδίτικη εκδοχή του Βενετσιάνικου Prosecco), αφρώδης, γεμάτη λευκόσαρκες, φρουτώδεις γεύσεις και λουλούδια. Οι αμπελώνες που την τροφοδοτούν βρίσκονται στις πλαγιές του Ατάβυρου και έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι χαμηλή σε περιεκτικότητα αλκοόλ.
Βέβαια, οι «μεγάλες» ετικέτες της 90χρονης οινοβιομηχανίας και πρώτες σε πωλήσεις εξακολουθούν να είναι οι γεμάτες φυσαλίδες Brut & Demi sec, όπως και το λευκό κρασί «Ρόδος 2400» ως η πιο χαρακτηριστική εκδοχή της ποικιλίας Αθήρι.
Μακάρι να είχαμε
περισσότερα σταφύλια
Το σύνολο των οίνων (αφρώδεις και μη) που λανσάρονται σε μπουκάλι από την CAIR προέρχεται αποκλειστικά από τους ροδίτικους αμπελώνες. «Παράγουμε ετησίως 2,5 εκατομμύρια φιάλες κρασιού και η ζήτηση είναι τέτοια ώστε θα θέλαμε να είχαμε μεγαλύτερη παραγωγή σταφυλιού στο νησί» είπε ο εμπορικός διευθυντής Δημήτρης Αλεβίζος.
Μιλώντας για το ίδιο θέμα προς τη «δημοκρατική» ο κ. Αντώνης Χατζηιωάννου, μέλος του Δ.Σ. της CAIR, έκανε γνωστό ότι «ως εταιρεία έχουμε ζητήσει από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να μας εγκρίνει δικαιώματα φύτευσης 100 – 150 στρεμμάτων ορισμένων ποικιλιών αμπελώνων και περιμένουμε απάντηση».
Γενικά η Ρόδος έχει ανάγκη από νέους αμπελώνες. Η περσινή παραγωγή σταφυλιών που εξαγοράσθηκαν από την CAIR, έφτασε στους 1700 τόνους. Σε αυτούς πρέπει να συνυπολογιστούν ακόμα μερικές εκατοντάδες τόνοι, που απορροφήθηκαν από άλλα, τοπικά οινοποιεία. «Η παραγωγή αυτή δεν έχει σχέση με τους 12.000 τόνους σταφυλιών που είχαμε πριν από 10 χρόνια, ούτε με τους προ εικοσαετίας 17.000 τόνους σταφυλιών» ανέφερε ο κ. Αντώνης Χατζηιωάννου.
Σημειώνεται ότι τα τελευταία 15 χρόνια είχαν δοθεί οικονομικά κίνητρα οριστικής εκρίζωσης αμπελώνων κι έτσι το νησί έχασε ένα μεγάλο αριθμό από πολύτιμες ρίζες. Το πρόβλημα, όπως το περιέγραψε ο κ. Χατζηιωάννου, είναι πως «υπάρχουν αρκετοί που εγκατέλειψαν τα χωράφια τους κι ενώ έχουν δικαιώματα αμπελώνων, δεν τα πωλούν ή αν πωλούν, τότε ζητούν πάρα πολύ μεγάλο αντίτιμο. Ακολουθούν αυτή την πρακτική καθώς είτε θέλουν να διατηρήσουν αυτή τους την κληρονομιά, είτε απλώς δεν θέλουν να φορολογηθούν για μα τέτοια οικονομική πράξη».
Με το μάτι στραμμένο στη διεθνή αγορά
«Γενικά το ελληνικό κρασί εξακολουθεί να είναι ανώνυμο στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού» τόνισε προς τη «δημοκρατική» ο κ. Νίκος Χαζίρης. Ως το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από όλες τις προσπάθειες της CAIR για την ανάπτυξή της στο εξωτερικό, ο κ. Χαζίρης βρέθηκε πολλές φορές επικεφαλής εμπορικών αποστολών σε διάφορα μέρη του κόσμου, από την Κίνα μέχρι την Αμερική. «Η εμπειρία μάς έδειξε ότι οι μεγάλοι οίκοι οίνου έχουν εδραιώσει τις θέσεις τους στις κεντρικές αγορές και αυτό το πέτυχαν μετά από δεκαετίες δουλειάς, τεράστιες παραγωγές κρασιού και διαρκή υποστήριξη από το κράτος».
Ο κ. Χαζίρης στάθηκε ιδιαίτερα στις πρακτικές που ακολουθούν κράτη όπως η Ιταλία και η Γαλλία, που στηρίζουν το κρασί ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής τους γαστρονομίας. Αυτού του είδους οι πολιτικές έχουν δώσει όνομα σε κάθε φιάλη και ταυτότητα την οποία ακόμα δεν έχει η Ελλάδα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι ολόκληρη η εθνική μας παραγωγή κρασιού, αντιστοιχεί στην παραγωγή που έχει μόνο μία οινοπαραγωγός εταιρεία της Αυστραλίας. Από την άλλη, η μικρή παραγωγή μπορεί να υπολογιστεί και ως πλεονέκτημα, αρκεί να γίνει το κατάλληλο λανσάρισμα. Τα στελέχη των ελληνικών εταιρειών κρασιού ξέρουν τον τρόπο, αλλά χρειάζεται υποστήριξη και από το κράτος.
Προς το παρόν, η μόνη «υποστήριξη» που παρείχε η Κυβέρνηση προς τους οινοπαραγωγούς είναι η επιβολή του φόρου κατανάλωσης κρασιού. Ο φόρος αυτός αντιστοιχεί σε 0.20 ευρώ ανά λίτρο και για μια εταιρεία σαν την CAIR η ετήσια εκροή από το ταμείο μπορεί να φτάσει ακόμα και στις 400.000 ευρώ!
Πλήρης η οικονομική
εξυγίανση
Το μεγάλο πρόβλημα της CAIR ήταν οι πολιτικές παρεμβάσεις, που είχαν ως μόνο στόχο να εξυπηρετήσουν μικροκομματικά συμφέροντα. Επί χρόνια η ροδίτικη εταιρεία φορτωνόταν με πλεονάζον προσωπικό, μόνο και μόνο για να κερδίσουν ψήφους συγκεκριμένοι βουλευτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η μεγάλη οινοπαραγωγός εταιρεία λειτουργεί με 48 άτομα, ενώ στα χρόνια της κομματικής εξάρτισης είχε φτάσει να απασχολεί 130 άτομα. Σε απλά οικονομικά μεγέθη, το πλεονάζον προσωπικό απαιτούσε κάθε χρόνο την πρόσθετη πληρωμή μισθών και εργοδοτικών εισφορών ύψους δύο εκατομμυρίων ευρώ. Ηταν η μόνη εταιρεία στον κόσμο που έπαιρνε δάνεια για να πληρώνει μισθούς.
Όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Από το 2011 κι έπειτα ακολουθήθηκαν πολιτικές που οδήγησαν στην αποπληρωμή δανείων ύψους 14,5 εκατομμυρίων ευρώ και τώρα πια η CAIR είναι καθαρή.
«Είμαστε μια απόλυτα υγιής επιχείρηση, που πληρώνει κανονικά όλους τους παραγωγούς και τηρεί ευλαβικά όλες τις υποχρεώσεις προς το προσωπικό, τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και το Δημόσιο» εξήγησε προς τη «δημοκρατική» ο οικονομικός διευθυντής Μιχάλης Παπακαλοδούκας. Ο ίδιος είναι σήμερα από τα παλαιότερα στελέχη της CAIR και τόνισε ότι η διοίκηση της εταιρείας και προσωπικά ο πρόεδρος κ. Αγαπητός Παπουρδάνος ακολουθεί μια ιδιαίτερα σφιχτή οικονομική πολιτική. «Μειώσαμε τον τζίρο μέσα από τη μείωση των επισφαλών πελατών. Ετσι, ενώ έχουμε μικρότερο ετήσιο κύκλο εργασιών, έχουμε αυξήσει το περιθώριο κέρδους και αυτό με τη σειρά του μας έφερε καλύτερη ρευστότητα και ένα υγιές ταμείο. Ο ισολογισμός της επιχείρησης τα λέει όλα».
Στο ίδιο πνεύμα ο κ. Αντώνης Χατζηιωάννου τόνισε ότι «η CAIR έχει αποκτήσει λογική και ισορροπία. Ο Αγαπητός (Παπουρδάνος) έχει επιβάλει σφιχτή διαχείριση, εσωτερική οικονομία, περιορισμό των δαπανών, διαρκή συνεργασία με το προσωπικό και έλεγχο όλης της δραστηριότητας της επιχείρησης. Αυτά έχουν εξυγιάνει το ταμείο και εκτός των άλλων επικρατεί εργασιακή ειρήνη και πίστη όλων ότι η επιχείρηση διοικείται καλά».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κ. Αγαπητός Παπουρδάνος ήταν επί δεκαετίες και παραμένει επικεφαλής λογιστηρίου σε μεγάλο ξενοδοχειακό όμιλο, συνεπώς γνωρίζει πολύ καλά το τι σημαίνει χρηστή, οικονομική διοίκηση. Ο ίδιος ο κ. Παπουρδάνος κληθείς από τη «δημοκρατική» να μιλήσει για όλα αυτά, αρκέστηκε να πει «προσωπικά με ενδιαφέρει να κρατάμε την CAIR παραγωγική και υγιή. Για όλα τα υπόλοιπα αρμόδιοι για να σας μιλήσουν είναι οι διευθυντές και οι επικεφαλής των τμημάτων της».
Η δυνατή πορεία πρέπει να είναι ακηδεμόνευτη
Από τους πολιτικούς (κάθε απόχρωσης) πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Επειδή πλησιάζουν εκλογές είναι σίγουρο ότι θα αρχίσουν ξανά πιέσεις από διάφορα κέντρα και παράκεντρα εξουσίας ώστε να “φυτευτεί” προσωπικό σε διάφορες θέσεις. Είναι η γνωστή συνταγή της απόλυτης καταστροφής και ακολουθείται από εκείνους που είτε κοιτάζουν την κομματική τους καριέρα, είτε την προσωπική τους τσέπη που είναι βαθιά σαν πηγάδι (και διαχρονικά γεμίζει με τα λεφτά των άλλων).
Η CAIR, επιτέλους μετά από χρόνια είναι ξανά μια μεγάλη, υγιής, παραγωγική και δημοφιλής οινοπαραγωγός εταιρεία. Αυτό οφείλουν να το σεβαστούν όλοι.