Ενα παιχνίδι για γερά νεύρα, με ευθείες αναφορές στη δράση μυστικών υπηρεσιών και την ενεργό εμπλοκή του ξένου παράγοντα, προηγήθηκε της απόφασης της Αθήνας να δημοσιοποιήσει την αντίδρασή της με επιβολή κυρώσεων σε Ρώσους διπλωμάτες, που οδήγησε σε μια από τις σοβαρότερες διπλωματικές κρίσεις στις οποίες έχει εμπλακεί η χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια.
Η προσπάθεια διείσδυσης στην ΕΥΠ, μέσω απόπειρας χρηματισμού τουλάχιστον ενός πρώην στελέχους της και ανάλογες κινήσεις στην κατεύθυνση επηρεασμού στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Σε συνδυασμό μάλιστα, με την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων που εμφανίστηκαν να κινούνται σχεδόν απροκάλυπτα, αναλαμβάνοντας και τη διαχείριση των διαθέσιμων για μια τέτοια επιχείρηση κονδυλίων, προφανώς στην προσπάθεια για πιο γρήγορα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτό τον τόνο και με αυτά τα μέτρα θεωρήθηκε «επιβεβλημένη, προκειμένου να δοθεί με σαφήνεια ένα μήνυμα ότι είναι σε γνώση μας δραστηριότητες που ξεπερνούν τα όρια», όπως αναφέρει πηγή με γνώση όσων συνέβησαν. Η πληροφόρηση, σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, προέκυψε έπειτα από αναφορές μυστικών υπηρεσιών, όχι μόνο της ΕΥΠ αλλά και ξένων χωρών, που εξέφρασαν στην Αθήνα τον προβληματισμό τους για τη σχεδόν απροκάλυπτη και επιθετική μορφή που έδειχνε να λαμβάνει η δράση του ρωσικού παράγοντα στην Ελλάδα.
Οι ελληνικές αρχές γνώριζαν εδώ και καιρό τη σταθερή προσπάθεια του ρωσικού παράγοντα να δημιουργήσει –κυρίως σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, αξιοποιώντας και την ισχυρή παρουσία εκεί ομογενειακού στοιχείου που ήρθε στη χώρα μας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης– σημεία αναφοράς που να δίνουν ένα κλίμα σταθερής ρωσικής παρουσίας στην περιοχή. Η ίδρυση μιας σειράς σωματείων, διάφορες πολιτιστικές δράσεις, η ανέγερση μνημείων, η ανταλλαγή επισκέψεων, οι ομάδες προσκυνητών σε μνημεία θρησκευτικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος εξελίχθηκαν αργά αλλά σταθερά και άρχισαν να δίνουν υπόσταση στον σχεδιασμό αυτό.
Στους αρμοδίους δεν είναι άγνωστο, επίσης, ότι όλη αυτή η κινητικότητα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ευρύτερα τον χώρο της Βαλκανικής, προφανώς σημείο κομβικής γεωστρατηγικής σημασίας για τη διαμόρφωση των νέων ζωνών επιρροής στην ευρύτερη περιοχή.
Η ισχυρή μεταβολή που σημειώθηκε τους τελευταίους μήνες είχε σαφή ποιοτικά χαρακτηριστικά έντασης της προσπάθειας διείσδυσης και αύξησης της επιρροής. Χωρίς να εγκαταλειφθούν οι δίαυλοι που ήδη είχαν αναπτυχθεί, κυρίως μέσω σχέσεων με εκκλησιαστικά στελέχη και εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μέσω των οποίων φαίνεται ότι διακινούνταν και χρηματικά ποσά για την εξυπηρέτηση του βασικού σκοπού, η παρουσία του ρωσικού παράγοντα ενισχύθηκε με προσωπική εμπλοκή συγκεκριμένων ανθρώπων που εκτιμάται ότι ήρθαν στην Ελλάδα αποκλειστικά με σκοπό να επιδιώξουν διείσδυση σε κρίσιμες υπηρεσίες με στρατολόγηση στελεχών τους. Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν προκάλεσε αντιδράσεις και δυσαρέσκεια.
Μπορεί η υπόθεση αυτή να θεωρηθεί μια παρένθεση και να κλείσει σύντομα; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο η απάντηση δεν είναι ακόμα πρόδηλη για την Αθήνα. Η ελληνική πλευρά έχει διαμηνύσει με πολλούς τρόπους, τόσο δημοσίως όσο και με τους παρασκηνιακούς διαύλους επικοινωνίας που πάντοτε ενεργοποιούνται όταν εκδηλώνονται κρίσεις, ότι επιθυμεί να απομονώσει το συγκεκριμένο περιστατικό και να μη συνεχισθεί η ένταση που κυριάρχησε στις ελληνορωσικές σχέσεις.
Τα «αντίποινα»
Ωστόσο, διπλωματικές πηγές αναγνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολο να μείνει αναπάντητη η κίνηση της Αθήνας. Μια ευθέως ανάλογη αντίδραση, με κυρώσεις και «αντίποινα» ισοδύναμα προς Ελληνες διπλωμάτες, είναι αναμενόμενη. Εάν η ρωσική «απάντηση» μείνει εκεί, θα θεωρηθεί ότι και η επιθυμία της Μόσχας είναι να χαμηλώσουν οι τόνοι και να μείνει πίσω η ιστορία αυτή, χωρίς να επηρεάσει πιο βαθιά τις διμερείς σχέσεις. Εάν, ωστόσο, η ρωσική αντίδραση είναι πιο έντονη, θα χρειαστεί περισσότερο χρόνος και μεγαλύτερη προσπάθεια για να επουλωθούν οι πληγές που έχουν ανοίξει.
Η Αθήνα επαναλαμβάνει όλες τις τελευταίες ημέρες ότι παραμένει σταθερή στο δόγμα της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Είναι ένα σαφές μήνυμα προς τη Μόσχα ότι δεν έχει προσδεθεί η Ελλάδα στο άρμα της Δύσης στον νέο γεωπολιτικό διπολισμό που αναπτύσσεται και στον οποίο οι ζώνες επιρροής στα Βαλκάνια τώρα διαμορφώνονται, με τη ρωσική πλευρά να εκφράζει δυσφορία για την προοπτική επέκτασης του νατοϊκού μετώπου.