H τελευταία φορά που επισκέφθηκα τη Ρόδο ήταν δύο δεκαετίες και κάτι πριν και η κατάληξη της σχέσης μας ήταν ταραχώδης. Το πλοίο με το οποίο αναχώρησα για να επιστρέψω στον Πειραιά από το “ρόδο” του νοτιοανατολικού Αιγαίου με μνήμες μιας πενταήμερης που έγινε εφταήμερη, χτύπησε σε βράχο και προσάραξε στη Σύρο μέχρι να επισκευασθεί. Ήταν στα χρόνια της δύσης μιας εφηβείας, τότε που τα σχολεία (και) του Πειραιά κατακλύζαμε το νησί με νεανική λαιμαργία. Χρόνια μετά η τρικυμία έχει περάσει, η σχέση μου με το νησί αποκαταστάθηκε, τα κλισέ καταρρίφθηκαν και μπορώ πλέον να καταθέσω ότι αυτή η προστατευμένη ως προϊόν από την ΕΕ διατροφική βόμβα ενέργειας με το όνομα μελεκούνι είναι ό,τι πιο υπέροχο μπορείς να απολαύσεις, όλη μέρα, κάθε μέρα. “Το μελεκούνι είναι αγάπη” έλεγα ως άλλος γνήσιος Ροδίτης, ένας ντόπιος του νησιού που θέλησε με πείσμα να μου αποκαλύψει ξανά μια πολύ συγκεκριμένη Ελένη. Η Ελένη Ψυχούλη.
Αρχές του καλοκαιριού βρέθηκα μέλος σε μια παρέα εκλεκτών στο νησί που σύμφωνα με έναν από τους πολλούς μύθους ανήκει στον θεό Ήλιο. “Όταν ο Δίας και οι άλλοι θεοί αποφάσισαν να μοιράσουν τη γη, ξέχασαν να κρατήσουν έναν κλήρο για τον θεό Ήλιο, που έλειπε, καθώς εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα. Όταν ο Ήλιος ανάφερε την αδικία, ο Δίας ήταν έτοιμος να ξανακάνει την κλήρωση, αλλά ο Ήλιος δεν τον άφησε, καθώς, μέσα από τη θάλασσα είδε να αναδύεται μια εύφορη χώρα. Τότε ζήτησε από τη Λάχεση και τον Δία να δώσουν όρκο, πως όταν το νησί αυτό τελικά αναδυθεί θα είναι δικό του για πάντα, όπως και έγινε” αναφέρει ο Πίνδαρος για το νησί αλλά αυτοί είναι μύθοι από τα παλιά. Η Ρόδος έχει διάθεση να αναδείξει τον μύθο της σήμερα.
Εκεί, μετά από παρότρυνση και πρόσκληση της βραβευμένης μόλις πρόσφατα για τη συνεισφορά στην προβολή των πολλών “ρόδων” της Ρόδου, Ψυχούλη, το Rodos Palace έχει στήσει ένα νέο concept στη βιομηχανία του leisure, συνεπές προς την τάση που θέλει τον τουρίστα του σήμερα να αναζητάει εμπειρίες, γεύσεις και αισθήσεις.
Το νέο project abav2 που φέρνει high end υπηρεσίες σε μια κορεσμένη και ιδιαίτερα απαιτητική τουριστική αγορά, είναι μια πρωτοβουλία της Ελένης Ψυχούλη και της Μαίρης Καμπουράκη, της δυναστείας του leisure στο νησί, που θέλει να συστήσει στον επισκέπτη της Ρόδου την εμπειρία του να είσαι ντόπιος αναδεικνύοντας τις ομορφιές του τόπου -μακριά από την επιχειρηματική λαίλαπα των all inclusive υπηρεσιών.
Το abav2 ήρθε να συμπεριληφθεί στα πολλαπλά asset του Rodos Palace που έχει κάνει ολική ανακαίνιση και θυμίζει κάτι από αμαρτωλή Καραϊβική. Κάθε δωμάτιο από τον 7ο έως τον 17ο όροφο του ξενοδοχείου θέλει να αναδείξει με τη φρεσκάδα κάθε νέας αυγής την υπεροχή του τόπου και της επιχείρησης που ορίζει την τουριστική βιομηχανία της Νύμφης του Αιγαίου -και ο τουρισμός στη Ρόδο είναι μια εξαιρετικά προσοδοφόρα βιομηχανία που βρυχάται.
“Δεν είναι μια άλλη Ρόδος”
H επιχείρηση και η επιδραστική σε όλα της με λόγο και αιτία Ελένη Ψυχούλη συμμάχησαν για να προσφέρουν μια σειρά από νέες εμπειρίες σε μία πολυσχιδή Ρόδο γεμάτη προσκλήσεις να ανακαλυφθεί. Βέβαια σε αυτή την παρέα κανείς δεν ξεστόμισε το κλισέ “αυτή είναι μια άλλη Ρόδος”. Είναι ένα κλισέ, ένας περιττός χαρακτηρισμός για ένα νησί τόσο πλούσιο σε αισθήσεις, προκλήσεις, εμπειρίες και μικρές, μεγαλύτερες ή πραγματικά εντυπωσιακές αποκαλύψεις.
Δεν υπάρχει άλλη Ρόδος, η Ρόδος είναι εδώ, βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία του πελάγους και του καυτού, αδυσώπητου ήλιου που την κάνει εξωτική, και ως τέτοια θα ανακαλυφθεί, ξανά και ξανά. Ως ερωμένη που αγαπάει ένα ποτήρι σούμα σε άσπιλο ταβερνάκι στο νότο και καλημερίζει τη μέρα της με ένα ενοχικά κολλώδες μελεκούνι.
Η κουζίνα της Ρόδου, ο γαστρονομικός της θησαυρός, οι τοπικές γεύσεις που με ευλάβεια και αφοσίωση υπηρετεί ο Γιάννης στην ταβέρνα του στην Παράγκα ή πειράζει με γαστρονομική μαεστρία ο σεφ του Rodos Palace, Νίκος Ζερβός που έχει μάθει κάποια ξόρκια της κουζίνας και από τον Φεράν Αντριά, τα πάντα είχαν μια μυσταγωγία ανακατεμένη με αυτόν τον αυθόρμητα ανθρώπινο χαβαλέ μιας παρέας που βρέθηκε ξανά. Οι άγνωστοι ήμασταν πια γνωστοί, στην υγειά της Λίνδου και του μαγευτικού Προφήτη Ηλία.
Εννοείται ότι σε αυτό το τριήμερο έμαθα πολλά. Έμαθα τι σημαίνει φιλοξενία στο νησί που δεν είναι, ούτε και ήταν ποτέ ένας προορισμός που ζέχνει αλκοόλ και φασαριόζους τουρίστες -ίσα ίσα, αυτή το στερεότυπο για τον τουρίστα της Ρόδου χάνεται και αυτό ας το χαιρετήσουμε όλοι. Η Ρόδος είναι γενναία, έχει αντοχή στο χρόνο, ερωτοτροπεί με όλους, γοητεύει θεούς και κατακτητές που ερωτεύτηκαν τα χώματα και την ακτογραμμή της και τώρα επιστρέφει στις ρίζες της, το πλεονέκτημα και ο θησαυρός της.
Σε πόσες μπουκιές μπορεί να χωρέσει η Ρόδος;
Δεν γνωρίζω την απάντηση αν και υποθέτω σε πολλές, ωστόσο γνώρισα τη Ρόδο του φωτός και του μεγάλου ορίζοντα, τη Ρόδο της ενδοχώρας και των αμπελώνων, των ελαφιών και των γεύσεων. Μέσα σε λίγες ώρες έμαθα γιατί έμαθα τα μυστικά και τις αλήθειες πίσω από ιστορικές δυναστείες της κουζίνας του νησιού και επιτέλους κατάλαβα γιατί ο Μαυρίκος στη Λίνδο αποθεώνεται από τους New York Times και τους Χρυσούς Σκούφους, είδα πως οι Απολλωνιάτισσες στον γυναικείο συνεταιρισμό του Απόλλωνα αναδεικνύουν τη γευστική αφθονία των σπόρων του σουσαμιού παντρεύοντας το με μέλι για το παραδοσιακό γλυκό του γάμου στη Ρόδο, το ιδιαίτερα θρεπτικό μελεκούνi, πάντα χαμογελαστές.
Παραδομένος στα μυστήρια του νησιού των Ιπποτών και των Μεγάλων Μαγίστρων, έγινα συνένοχος της Μαίρης, του Μάκου και της Ελένης σε αυτή την περιπέτεια που ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς.
Τα πιάτα, όλα εξαιρετικά, στο δείπνο καλωσορίσματος που έφερε την υπογραφή του ροδίτη σεφ και μαθητή του Φεράν Αντριά, Νίκου Ζερβού. Ο Ζερβός έκανε αυτό που ξέρει να κάνει. Έπαιξε με τις πρώτες ύλες, έκανε το κοντοσούβλι να μοιάζει με κάτι άλλο, εξίσου γευστικό αν όχι περισσότερο, κουβάλησε την κομψότητα του σε στιβαρές ύλες και ιδού.
Παραδοσιακές γεύσεις πειραγμένες με νεωτερισμούς κερδίζουν τις εντυπώσεις προτού καληνυχτίσουμε ο ένας τον άλλον έχοντας απολαύσει κρασιά από τον σομελιέ που ευγενικά ζητούσε τη γνώμη μου. Ευγενικά του την αρνιόμουν με πείσμα καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να γνωρίζω ποιο κρασί συνοδεύει ποιο πιάτο καλύτερα από αυτόν τον γελαστό κύριο που μας μεθούσε. Οι ετερόκλητες γεύσεις στο εστιατόριο “12 Νησιά” του Rodos Palace ήταν ένα προοίμιο για όλα όσα θα ακολουθούσαν -και ήταν πολλά.
Μετά από έναν ξεκούραστο ύπνο στα ανακαινισμένα δωμάτια του ξενοδοχείου της οικογένειας Καμπουράκη και ένα πρωινό πλούσιο για όσους το απολάμβαναν -ποτέ δεν ήμουν πρωϊνός για πρωϊνό τύπο- η Ψυχούλη και ο Μάκος, οι δύο οικοδεσπότες σε αυτή την κατάδυση στο γευστικό πλούτο του νησιού αναλαμβάνουν να μας διδάξουν ιστορία.
Η Ψυχούλη, φορώντας το αγαπημένο της ροδίτικο αξεσουάρ, ένα καπέλο με ενσωματωμένη ξανθιά περούκα, ήταν η ξεναγός και με πνευματώδη αυστηρότητα επέβαλε την τάξη και έδινε γνώση. “Αυτή η ενήλικη μαθητική εκδρομή πρέπει να επαναλαμβάνεται”, λέω στην Έφη, τη Μελίσα και τον Κώστα. Όλοι συμφωνούμε στο ότι κάποια πράγματα πρέπει.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και ο πλούτος της
Η μέρα ξεκινάει στον Έμπωνα που χωμένος στις πλαγιές του Ατταβύρου χαρίζει μέσα από τα εδάφη του στους επαγγελματίες οινοποιούς την ποικιλία Μπονιάτικο. Εδώ, κάθε καλοκαίρι, σε ανοιχτά υπαίθρια wine bar η Ρόδος μεθάει και μαζί της οι τουρίστες που κατακλύζουν αυτό το ήσυχο στις αρχές του Ιουνίου χωριό ως άλλο τόπο διονυσιακών μυστηρίων.
Στα τρία οινοποιεία που επισκεφθήκαμε, τα Emery, Πιπέρη και Κουνάκη οι οινογνώστες της παρέας έδειξαν τον επαγγελματισμό τους και το κρασί της Ρόδου έδειξε τη δυναμική του σε μια αγορά ανταγωνιστική που θέλει να κατακτήσει.
Στη συνέχεια ο Γιάννης μας φιλοξένησε στην Παράγκα ψήνοντας στον φούρνο του κατσικάκι και φέρνοντας το ένα πιάτο μετά το άλλο γεμάτο από γιαπράκια (ένα από τα πολλά τοπικά πιάτα της Ρόδου τα γιαπράκια είναι ντολμαδάκια από αμπελόφυλλα, γεμισμένα με κιμά, ρύζι, κρεμμύδι, ντομάτα, δυόσμο, μαϊντανό και κύμινο) και το βράδυ ένας άλλος Γιάννης, ο Γιάννης Κατσιμπράκης, μας παρέδωσε τα δικά του πιάτα με θαλασσινά πριν αποχαιρετήσουμε τη μέρα χορεύοντας μέσα στα στενά της Παλιάς Πόλης, λάτιν ως κάτοικοι μιας αυθόρμητης φαβέλας που χορεύει μυρίζοντας τη Μεσόγειο.
Εκεί ο ένας εκ των δύο αδερφών Μαυρίκου στη δαιδαλώδη που φέρει το φιλί του ήλιου Λίνδο, μας μίλησε και για το κύμινο, “τη γεύση που έρχεται από μακριά” όπως λένε στο νησί δίνοντας στο κυριακάτικο μεσημέρι έναν εξωτισμό και επιβεβαιώνοντας μια γαστριμαργική κληρονομιά πέρα από πολιτισμούς και σύνορα.
Ευτυχώς για το μεταβολισμό μου, οι γεύσεις δεν ήταν οι μόνες που μονοπώλησαν τις αισθήσεις όλων όσοι συναντηθήκαμε σε αυτό το ροδίτικο τσιμπούσι εμπειριών. Η ακτογραμμή και η ενδοχώρα, οι πεταλούδες και οι αμπελώνες της Ρόδου εκτιμήθηκαν, κατακτήθηκαν και εκθειάστηκαν στο παρελθόν. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα.
Η Ρόδος, τόσο μακριά από την Ελλάδα, τόσο πιο κοντά στην Τουρκία, με τόση Ιταλία στις αρτηρίες του χώματος της είναι μια μυστηριακή χώρα από μόνη της. Νομίζω ότι σε μέρη σαν αυτά η ευφορία κατευνάζει, σε τόπους όπως η Ρόδος γίνεσαι καλύτερος, χορταίνεις και ζεις.