Με περισσότερους από 75 κατηγορούμενους –ανάμεσά τους «βαριά» ονόματα του πολιτικού κόσμου, όπως αυτό του Θεόδωρου Τσουκάτου, του άλλοτε «στρατηγού» του ΠΑΣΟΚ, καθώς και άλλων υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων– κλείνει η πολυθρύλητη έρευνα της ελληνικής Δικαιοσύνης για το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» της Siemens.
Η ογκωδέστατη δικογραφία, που περιλαμβάνει και έναν Ροδίτη, έφυγε πλέον από τα χέρια των ειδικών ανακριτών κ.κ. Μαρίας Νικολακέα, Νίκου Πιπιλίγκα και Ιωάννη Φιοράκη και οδεύει προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο για την έκδοση βουλεύματος, με το οποίο η ελληνική Δικαιοσύνη θα αποφαίνεται για το ποιοι από τους κατηγορούμενους θα παραπεμφθούν –αν παραπεμφθούν– σε δίκη και με ποιες κατηγορίες.
Η αυλαία, ωστόσο, των ερευνών «πέφτει» με μόνο δύο πρόσωπα να έχουν ομολογήσει στις ελληνικές δικαστικές αρχές ότι πράγματι δωροδοκήθηκαν από τη Siemens. Και αυτό, ενώ η ελληνική Δικαιοσύνη χρειάστηκε περίπου οκτώ χρόνια για να ερευνήσει το μεγάλο αυτό σκάνδαλο «λαδώματος» και χρηματισμού Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών, όπως ο ΟΤΕ, από τη γερμανική εταιρεία Siemens, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα έχουν καταθέσει στη Γερμανία στελέχη της μητρικής εταιρείας.
Όπως αποκαλύφθηκε από τις καταθέσεις αυτές, Έλληνες αξιωματούχοι δωροδοκήθηκαν με περισσότερα από 100 εκατομμύρια μάρκα, προκειμένου να υλοποιήσουν συμβάσεις προμήθειας υλικών, υπηρεσιών και συστημάτων στο ελληνικό Δημόσιο που έφεραν την υπογραφή της Siemens.
Η πρώτη δίκη
Το άλλο πρόσωπο που μίλησε και παραδέχθηκε τον στενό του… εναγκαλισμό με τα στελέχη της Siemens στην Αθήνα είναι ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ κ. Τάσσος Μαντέλης, ο οποίος δικάζεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας. Το σκέλος αυτό της υπόθεσης έφτασε στο ακροατήριο, καθώς διαχωρίστηκε από τη μεγάλη δικογραφία δεδομένου του κινδύνου τα αδικήματα να παραγραφούν. Το αίτημα για τον διαχωρισμό της δικογραφίας είχαν υποβάλει προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο η κα Νικολακέα και οι δύο συνάδελφοί της, που διενήργησαν την ανάκριση.
Σύμφωνα, με το παραπεμπτικό βούλευμα ο κ. Μαντέλης έλαβε από τα «μαύρα ταμεία» της γερμανικής εταιρείας το συνολικό ποσό των 450.000 γερμανικών μάρκων. Τα χρήματα είχαν εμβαστεί σε δόσεις σε λογαριασμό στη Γενεύη τον οποίο είχε ανοίξει ο κ. Γιώργος Τσουγκράνης, «κουμπάρος» του Τ. Μαντέλη, χρησιμοποιώντας την κωδική ονομασία ROCOS.
Κατηγορούμενοι στη δίκη εκτός από τον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ είναι ακόμη οι κ.κ. Γιώργος Τσουγκράνης, Αντωνία Μάρκου εφοριακός, Ηλίας Γεωργίου πρώην στέλεχος της Siemens, και Αριστείδης Μαντάς συνεργάτης του πρώην υπουργού.
Η έρευνα
Η πολύκροτη έρευνα της ελληνικής Δικαιοσύνης για το σκάνδαλο της Siemens ξεκίνησε το 2005 με αφορμή δημοσιεύματα του Τύπου και η υπόθεση χρεώθηκε στον τότε εισαγγελέα Πρωτοδικών και σήμερα οικονομικό εισαγγελέα κ. Παναγιώτη Αθανασίου.
Έπειτα από πολύμηνη προκαταρκτική εξέταση, ο κ. Αθανασίου έκλεισε ένα μεγάλο σκέλος της έρευνάς του (συμβάσεις Siemens με ΟΤΕ και C4I) με την άσκηση ποινικών διώξεων κατά παντός υπευθύνου, για τέσσερα κακουργήματα. Στη συνέχεια, η δικογραφία πέρασε στα χέρια του ανακριτή κ. Νίκου Ζαγοριανού και τότε ήταν που κατηγορούμενοι στην υπόθεση οδηγούντο μετά τις απολογίες τους στη φυλακή.
Πλην όμως, η ανάκριση που διενήργησε ο κ. Ζαγοριανός στιγματίστηκε από διάφορες δυσάρεστες εξελίξεις, με πιο σημαντική αυτή της διαφυγής του Μιχάλη Χριστοφοράκου αλλά και του άλλου επίσης βασικού κατηγορουμένου Χρήστου Καραβέλα, στο εξωτερικό.
Ο Ροδίτης κατηγορούμενος
Ο καταγόμενος από τη Ρόδο πρώην τεχνικός διευθυντής της Siemens Hellas κ. Εμμανουήλ Σταυριανού ήταν ένας εκ των κατηγορούμενων που προφυλακίστηκαν για το σκάνδαλο.
Ο κ. Σταυριανού είχε αρνηθεί να καταθέσει στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας επικαλούμενος αοριστία του κατηγορητηρίου και προχώρησε στην παντελή άρνηση του κατηγορητηρίου.
Σημειώνεται ότι ο κ. Σταυριανού, κατάγεται από το Παραδείσι και σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Γκρατς και της Βιέννης (Αυστρίας).
Χαρακτήρισε τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις ανυπόστατες, αόριστες και ασαφείς καθώς, όπως επεσήμανε, δεν προσδιορίζεται πώς, πότε, γιατί και ποιος δωροδόκησε ποιον. Διευκρίνισε ότι οι κατηγορίες που του αποδίδονται αφορούν την περίοδο από το Δεκέμβριο του 1998 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2003, ενώ εκείνος αποχώρησε από την εταιρεία τον Απρίλιο του 1999 και, όπως επεσήμανε, ήδη από τον Οκτώβριο του 1998 δεν είχε καμία ουσιαστική αρμοδιότητα.
Ο κ. Σταυριανού αρνήθηκε το αδίκημα της δωροδοκίας, παραδέχτηκε ότι ο λογαριασμός με την κωδική ονομασία «Νίκος» ανήκει στον ίδιο και επισημαίνει ότι το 1 εκατ. μάρκα που εμβάστηκαν σ’ αυτόν το 1999 είναι μπόνους, που προέρχεται από τη μητρική Siemens.
Αναφερόμενος σε σύμβαση για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ ο κ. Σταυριανού διευκρίνισε ότι δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις και επεσήμανε ότι δικαίωμα υπογραφής είχε μία σειρά ατόμων μεταξύ των οποίων και οι συγκατηγορούμενοί του κ.κ. Μιχάλης Χριστοφοράκος, Ηλίας Γεωργίου, Αλέξανδρος Αθανασιάδης, Χρήστος Καραβέλας. Διευκρίνισε ακόμη ότι δικαίωμα υπογραφής είχε και ο ίδιος ωστόσο από την έρευνα που έγινε στη Γερμανία ουδείς «εξέφρασε υπόνοια ότι εγώ είχα ωφελήματα».
Ο Ροδίτης κατηγορούμενος αμφισβήτησε το ύψος της ζημίας, που κατά την κατηγορία υπέστη ο ΟΤΕ και υποστήριξε ότι η εκτίμησή της από τον ανακριτή είναι υπεραπλουστευτική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Υποστήριξε ακόμη ότι η σύμβαση ήταν άκρως επωφελής για τον οργανισμό, καθώς αυξήθηκαν θεαματικά τα έσοδά του και υπογράμμισε ότι η συμφωνία εγκρίθηκε από τον τότε αρμόδιο υπουργό Αναστάσιο Μαντέλη και ότι σε περίπτωση που αυτή δεν είχε υπογραφεί η καταστροφή του ΟΤΕ ήταν βέβαιη.
Ο κ. Σταυριανός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, καθώς υπέστη καρδιακό επεισόδιο.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διέταξε τον Ιούλιο του 2009 την άρση της κράτησής του και την αντικατάστασή της με περιοριστικούς όρους.
Το δικαστικό συμβούλιο αντικατέστησε την κράτησή του με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 30.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και της εμφάνισής του σε τακτά χρονικά διαστήματα σε αστυνομικό τμήμα.
Το σκεπτικό του βουλεύματος με το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή του κ. Σταυριανού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς το δικαστικό συμβούλιο επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι: «Μόνο η κατά τον νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης».