Τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, σε ποσοστά έως 30% στις μικρές και χαμηλότερης αξίας ιδιοκτησίες, καθώς και την επαναφορά του ΦΠΑ στην εστίαση από 24% σε 13% προσανατολίζεται να εξαγγείλει η κυβέρνηση, στο πλαίσιο των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης του 2019, που θα χρηματοδοτηθούν από το προβλεπόμενο υπερπλεόνασμα της συγκεκριμένης χρονιάς.
Τα δύο μέτρα υπολογίζεται ότι θα επιφέρουν συνολικά κόστος 600 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό: Από τον ΕΝΦΙΑ οι απώλειες εσόδων υπολογίζονται σε 250 εκατ. ευρώ και από τον ΦΠΑ εστίασης σε περίπου 350 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που μεταφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου.
Ειδικότερα, ως προς τον ΕΝΦΙΑ, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει αφενός την πλήρη απαλλαγή των πολύ χαμηλής αξίας κατοικιών και αφετέρου τη μείωση των συντελεστών κυρίως στις περιοχές με χαμηλές τιμές ζώνης και όχι τόσο στις ακριβότερες. Αλλωστε, αυτό προκύπτει και από το προβλεπόμενο κόστος του μέτρου. Δεδομένου ότι τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ διαμορφώνονται στα 2,65 δισ. ευρώ (και οι βεβαιωθέντες φόροι στα 3,1 δισ. ευρώ) το ποσό των 250 εκατ. ευρώ αντιστοιχεί σε μειώσεις μόλις 10% κατά μέσον όρο. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να δώσει ένα ταξικό «πρόσημο» στο μέτρο της αυτό, έστω κι αν το όφελος για τις χαμηλότερες ιδιοκτησίες είναι μικρό, ενώ αντίθετα η επιβάρυνση για μεσαίες και μεγάλες ιδιοκτησίες είναι συχνά δυσβάστακτη, σε περιπτώσεις που το ακίνητο δεν αποδίδει έσοδα.
Σημειώνεται ότι η Ν.Δ. έχει υποσχεθεί μείωση ΕΝΦΙΑ 30% (όχι έως 30%) σε προοπτική διετίας.
Σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ στην εστίαση, η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί ένα μέτρο που έχει ήδη εξαγγείλει ο Κ. Μητσοτάκης, με στόχο την τόνωση των επιχειρήσεων του κλάδου, τη στήριξη του τουρισμού, τη μείωση των τιμών, αλλά και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία έχει αποδειχθεί ότι αυξήθηκε με τη μετάταξη των σχετικών ειδών στον κανονικό συντελεστή. Οπως έχει υποστηριχθεί κατ’ επανάληψιν και με στοιχεία, η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση στο 23% (2011) απέφερε πολύ χαμηλότερη από την αναμενόμενη αύξηση εσόδων, αφενός λόγω της μείωσης του τζίρου των επιχειρήσεων και αφετέρου λόγω της φοροδιαφυγής, προς την οποία αποτέλεσε κίνητρο. Αντίθετα, την περίοδο κατά την οποία μειώθηκε ξανά στο 13% (2013-2014), τα έσοδα μειώθηκαν ελάχιστα, ενώ αυξήθηκε ο τζίρος των εν λόγω επιχειρήσεων. Το υπόδειγμα επιβεβαιώθηκε όταν στη συνέχεια, με το τρίτο μνημόνιο, επανεντάχθηκε η εστίαση στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ, πλέον 24%.
Εφόσον οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιωθούν, φαίνεται να μένει εκτός των άμεσων σχεδιασμών της κυβέρνησης η μείωση της φορολογίας εισοδήματος, ενδεχομένως καθώς το κόστος είναι υψηλό και θα περιόριζε τα περιθώρια χρηματοδότησης κοινωνικών παροχών, σε περίπτωση που θα καταργηθούν τα αντίμετρα για να διασωθούν οι συντάξεις.