Στις, στις 15 Δεκεμβρίου 2018, παντελώς αναπάντεχα έφυγε από την ζωή ένας φίλος, συμμαθητής από την πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου μέχρι και την έκτη τάξη του Γυμνασίου, συγκάτοικος στην Ρόδο, σε σπίτια που εμείς τότε από τα χωριά μέναμε οικότροφοι σε διάφορα σπίτια, καταβάλλοντας αντίστοιχο τίμημα. Μέχρι την Γ΄ Τάξη του Γυμνασίου υπήρχε το Ημιγυμνάσιο Αρχαγγέλου και στην οποία Τάξη, ήμασταν συνολικά 12 παιδιά. Τρία παιδιά από την Αρχάγγελο και τα υπόλοιπα από τα άλλα χωριά. Από την ημέρα που άρχιζε το σχολικό έτος και ερχόμασταν στην Ρόδο, η μετάβαση μας στο χωριό γινόταν κάθε Χριστούγεννα, Απόκριες, το Πάσχα και στο τέλος πλέον του σχολικού έτους. Κάθε Κυριακή η πλατεία Φώκιαλη γέμιζε από Αρχαγγελίτες που μένανε στην Ρόδο, ως μαθητές είτε του Γυμνασίου, είτε της τότε σχολής του ΝΙΡΕΑ και περιμέναμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ να μας φέρει το κοφίνι από το χωριό που μας στείλανε οι μανάδες μας με τα τρόφιμα μιας εβδομάδας. Παρέα στην πλατεία Φώκιαλη εκτός του Νικόλα Ψαρά, ο Σαράντης Λουκάς, ο Αναστάσης ο Πλατής, ο Γιώργος ο Παπανικόλας, ο Σταμάτης Λαμπριανός , εγώ και άλλοι.
Τα ανέφερα αυτά για να τονίσω ότι ήμασταν τόσο αγαπημένοι μεταξύ μας, αφού αισθανόμασταν ότι βρισκόμασταν στην ξενιτιά. Τις Κυριακές πηγαίναμε στο στάδιο του Διαγόρα, όχι βέβαια για να πληρώσουμε εισιτήριο και να δούμε τον αγώνα, αφού λεφτά δεν υπήρχαν, αλλά μήπως κατορθώναμε να σκαρφαλώσουμε σε κανένα τοίχο του γηπέδου και να πηδήξουμε στη συνέχεια μέσα. Και ο μεν Νικόλας Ψαράς σκαρφάλωνε έυκολα λες και ανέβαινε με σκάλα αλλά για μένα ήταν τόσο δύσκολο που αναγκαζόταν να με ανεβάζει πρώτα και μετά να ανεβαίνει ο ίδιος. Αυτή ήταν η διασκέδαση της Κυριακής. Για σινεμά ούτε συζήτηση αφού αυτό ήταν είδος πολυτελείας. Για σάντουιτς στο Βενετόκλειο μόνο με τα κιάλια το βλέπαμε.
Τα είπα αυτά διότι εκ των πραγμάτων αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία σχέση αμοιβαίας αγάπης, μία πραγματική φιλία. Τα καλοκαίρια πάλι μαζί να παίζουμε ποδόσφαιρό ξυπόλυτοι για να μην χαλάσουμε τα παπούτσια μας και από φαγητό πότε σταφύλια και πότε πότε κανένα καρπούζι.
Αλλά θυμάμαι ότι ένα καλοκαίρι ο Νικόλας δούλεψε με τον πατέρα του στο γυψάδικο στην Λάρδο και έπαιρνε κάποια χρήματα και εγώ ζήλεψα και το άλλο καλοκαίρι δούλεψα και εγώ στην ΚΑΙΡ. Σε αυτά τα πλαίσια εξελισσόταν η ζωή μας μέχρι που τελειώσαμε το Βενετόκλειο. Μετά χωρίσανε οι δρόμοι μας, εκείνος πήγε στην Σχολή Υπαστυνόμων και εγώ ακολούθησα άλλο δρόμο, δουλειά πάλι και μαζί σπουδές. Οι δρόμοι μας χωρίσανε αλλά δεν χωρίσανε οι καρδιές μας. Πάλι βρισκόμασταν και τα λέγαμε. Παντρεύτηκε με την Μαρία Σαρικά και απέκτησε τέσσερα παιδιά, έφυγε όμως και αυτή πρόωρα από την ζωή.
Είχα την τύχη με το ένα παιδί την Τσαμπίκα να είναι πολύτιμη συνεργάτης στο γραφείο μου. Τα παιδιά του τα οποία χαίρουν αγάπης και εκτίμησης θα κρατήσουν ζωντανό το όνομα του Νικόλα και της Μαρίας.
Ο Νικόλας έφυγε αιφνίδια από κοντά μας αλλά πάντοτε θα παραμένει στην καρδιά μας. Υπήρξε υπόδειγμα συζύγου και πατέρα, αλλά και καλός φίλος.
Κωνσταντίνος Σαρής
Δικηγόρος