Θέση για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τον τρόπο που ενήργησαν οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου ενάντια της Συμφωνίας των Πρεσπών, την Κυριακή 20 Ιανουαρίου, πήρε η Ελληνική Αστυνομία. Η ΕΛ.ΑΣ κάνει λόγο για «σοβαρές πληροφορίες για πρόθεση εισβολής στο Ελληνικό κοινοβούλιο».
Η ΕΛ.ΑΣ παίρνει θέση με αφορμή τις «τοποθετήσεις και κριτικές που διατυπώνονται σε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αναφορικά με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό». Όπως σημειώνεται, «ο επιχειρησιακός σχεδιασμός των μέτρων είχε ως βασικό διττό στόχο αφενός μεν την πραγματοποίηση του συλλαλητηρίου σε συνθήκες ομαλότητας και ασφάλειας, διαφυλάσσοντας το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών να συνέρχονται ήσυχα, χωρίς όπλα και με ασφάλεια, αφετέρου δε την προστασία των κτιριακών εγκαταστάσεων της Βουλής των Ελλήνων και παρακείμενων δημοσίων κτιρίων, όπως το υπουργείο Εξωτερικών, από πιθανές έκνομες ενέργειες, καθώς υπήρχαν σοβαρές πληροφορίες για πρόθεση εισβολής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ενώ είχαν κυκλοφορήσει και σχετικοί χάρτες (εδώ),στους οποίους αποτυπώνονταν οι χώροι και οι είσοδοι του κτιρίου, καθώς και σχετικές οδηγίες».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της αστυνομίας, «Οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί στα προβλεπόμενα από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό καίρια σημεία, ενήργησαν δε με ψυχραιμία, σύνεση και αυτοσυγκράτηση, υπό την εποπτεία των επικεφαλής Αξιωματικών και τις οδηγίες και κατευθύνσεις που τους είχαν δοθεί. Η επιχειρησιακή ανταπόκριση ήταν η πλέον ενδεδειγμένη, με τις αστυνομικές δυνάμεις πάντοτε αμυνόμενες στις συνεχείς, έντονες και σε αρκετές περιπτώσεις ακραίως επικίνδυνες εις βάρος τους επιθέσεις πολυάριθμων ομάδων ατόμων, τα οποία με ενωμένες δυνάμεις και χρησιμοποιώντας εξοπλισμό, όπως αντιασφυξιογόνες μάσκες, μπουφάν με ειδικά προστατευτικά καθώς και πλήθος επικίνδυνων αντικειμένων, πρόσφορων να επιφέρουν σοβαρές σωματικές ή/και θανατηφόρες βλάβες, όπως κοντάρια, μεταλλικές ράβδους, πέτρες, μάρμαρα, όπλα εκτόξευσης φωτοβολίδων ευθείας βολής, βόμβες μολότοφ, σφενδόνες, λοστούς, κ.λπ., επιχειρούσαν να εισέλθουν στο χώρο του Κοινοβουλίου».
Σχετικά με την υπέρμετρη χρήση χημικών που χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν εντολών των επικεφαλής της ΕΛ.ΑΣ, αναφέρεται πως «Υπό τις συνθήκες αυτές έγινε η απολύτως αναγκαία χρήση δακρυγόνων, αποκλειστικά στους χώρους στους οποίους εκδηλώθηκαν οι σφοδρές επιθέσεις εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων και μόνο κατά το χρόνο εκδήλωσής τους, ενώ έλαβε χώρα όταν εξαντλήθηκε οποιαδήποτε δυνατότητα ηπιότερης αποτροπής των έκνομων ενεργειών και πλέον υφίστατο άμεσος κίνδυνος για εισβολή στο χώρο της Βουλής, καθώς και για τη σωματική ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή των αστυνομικών». Σχολιάζοντας το γεγονός πως δεν δόθηκαν εντολές σε αστυνομικούς να συλλάβουν όσους συμμετείχαν στα επεισόδια, τονίζεται πως «τυχόν παρορμητική ή μη συνετή αντίδραση και η έστω και για λίγα μέτρα μετακίνηση των αστυνομικών δυνάμεων θα είχε ως σφόδρα πιθανό αποτέλεσμα την επέκταση και τη γενίκευση των επεισοδίων στο χώρο των διαδηλωτών, με ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνον για την επιτυχή ολοκλήρωση του συλλαλητηρίου, αλλά ενδεχομένως και για τη ζωή συνανθρώπων μας».
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ κάνει λόγο για «υποδειγματική επιχειρησιακή συμπεριφορά των αστυνομικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την ομαλή πραγματοποίηση και ολοκλήρωση του συλλαλητηρίου, με τη διασφάλιση της ασφαλούς προσέλευσης και αποχώρησης των συμμετεχόντων τον περιορισμό των επεισοδίων αποκλειστικά στο χώρο των επιθέσεων (ανωφέρειες του Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη), και γενικά την αποτελεσματική προστασία των διαδηλωτών, καθώς δεν υπήρξαν τραυματισμοί πολιτών στο χώρο του συλλαλητηρίου και ο μικρός αριθμός πολιτών που χρειάστηκαν παροχή ιατρικής βοήθειας αφορούσε περιπτώσεις είτε αναπνευστικών προβλημάτων είτε τραυματισμών που έλαβαν χώρα σε άλλα σημεία είτε μεμονωμένα απρόκλητα περιστατικά βιαιοπραγίας σε βάρος δημοσιογράφων που κάλυπταν το συλλαλητήριο».
Όπως γίνεται γνωστό τραυματίστηκαν 28 αστυνομικοί ενώ «σημαντικές ήταν οι φθορές που υπέστησαν ο ατομικός εξοπλισμός και τα δημόσια είδη (καταστροφή ή φθορά μεγάλου αριθμού στολών, 29 κρανών, 42 ασπίδων, 25 περικνημίδων, 24 προσωπίδων)».
Στην ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ δεν παραλείπεται και ο σχολιασμός των «πολεμοφοδίων» των ατόμων που συμμετείχαν στις επιθέσεις, καθώς όπως σημειώνεται, «η εν γένει συμπεριφορά και δράση των ατόμων που προκάλεσαν τα επεισόδια γεννούν ιδιαίτερο προβληματισμό αναφορικά με τα πραγματικά αίτια και βεβαίως το σκοπό που εξυπηρετούν, δεδομένης της χρησιμοποίησης εθνικού συμβόλου (Ελληνική σημαία με τον ιστό της) ως όπλο επίθεσης σε βάρος αστυνομικών, της βεβήλωσης του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, και της προσπάθειας κατάλυσης – ουσιαστικά – της Δημοκρατίας, με τη βίαιη είσοδο στη Βουλή των Ελλήνων».
Καταλήγοντας στην ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ τονίζεται πως «αποδέχεται την κριτική, δεν μπορεί όμως να σιωπά στις περιπτώσεις που η διαστρέβλωση των γεγονότων και οι οποίες σκοπιμότητες αδικούν κατάφωρα το έργο και την προσφορά της στο κοινωνικό σύνολο και δεν επιτρέπουν ούτε καν μια απλή έκφραση συμπάθειας προς τους τραυματισθέντες αστυνομικούς, στους οποίους μόνον η Ηγεσία του Σώματος και οι συνάδελφοί τους έσπευσαν να συμπαρασταθούν στο νοσοκομείο που διακομίσθηκαν και να τους εκφράσουν τη στήριξη και την ευγνωμοσύνη τους».