Συνάντηση με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργο Σταθάκη, με αντικείμενο το ειδικό χωροταξικό του Τουρισμού, αλλά και θέματα που έχουν να κάνουν με τους συντελεστές δόμησης των ξενοδοχειακών μονάδων, είχαν ο αντιπρόεδρος του ΣΕΤΕ Κώστας Κωνσταντινίδης και ο πρόεδρος της ΠΟΞ Γρηγόρης Τάσιος, την εβδομάδα που έκλεισε.
Στη συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν ακόμη υπηρεσιακοί παράγοντες, ο κ. Άρης Ίκκος από τον ΣΕΤΕ και ο κ. Νίκος Ζωιτός από την ΠΟΞ, εξετάστηκαν οι τρόποι επιτάχυνσης της διαδικασίας κατάρτισης του ειδικού χωροταξικού για τον Τουρισμό.
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση, με τις νομοπαρασκευαστικές ρυθμίσεις και τις απόψεις των συναρμόδιων υπουργείων και αναμένεται στο αμέσως προσεχές διάστημα, όλο το υλικό να προωθηθεί στους μελετητές που έχουν αναλάβει το έργο, οι οποίοι θα προχωρήσουν σε επαφές με τους φορείς, ώστε να ληφθούν υπόψη οι απόψεις και οι προτάσεις τους. Παράλληλα, τέθηκε προς συζήτηση το μείζον θέμα για τις υφιστάμενες μονάδες, της μείωσης της κάλυψης των κοινοχρήτσων χώρων και η ανέγερση νέων ειδικών υποδομών εξυπηρέτησης των τουριστών με βάση τα νέα δεδομένα, όπως θεματικά εστιατόρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις ευεξίας, spa, κ.λπ..
Παράληλα, τέθηκε προς συζήτηση και το θέμα του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ), που βρίσκεται σε διαβούλευση. Μάλιστα κατατέθηκε από την πλευρά του ΣΕΤΕ, σχετικό υπόμνημα. Από την πλευρά του ο κ. Σταθάκης δεσμεύθηκε για επιτάχυνση των διαδικασιών, ενώ συμφωνήθηκε οι δύο πλευρές να βρίσκονται σε συνεχή επαφή, ώστε να επιλύονται θέματα. Σύμφωνα με πληροφορίες, χωρίς να υπάρξει σαφές χρονοδιάγραμμα, αν δεν υπάρξουν εκλογές μέχρι τα τέλη της Άνοιξης, είναι πιθανό να υπάρξει στα τέλη Μαϊου, το πρώτο κείμενο του ειδικού χωροταξικού του Τουρισμού.
Οι επενδύσεις
Σημειώνεται ότι ο ΣΕΤΕ και όλοι οι τουριστικοί φορείς, θέτουν ως προαπαιτούμενο για τις τουριστικές επενδύσεις, την ύπαρξη ειδικού χωροταξικού. Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ «Η οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατή χωρίς ανάπτυξη, χωρίς νέες ποιοτικές επενδύσεις στον τουρισμό που θα δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία στο προσφερόμενο τουριστικό προϊόν και νέες θέσεις απασχόλησης.
Όμως, έχει παρατηρηθεί ότι οι νέες τουριστικές επενδύσεις εστιάζουν κυρίως σε εξαγορές και ανακατασκευές υφιστάμενων μονάδων ή μετατροπή χρήσεων υφιστάμενων κτιρίων και δευτερευόντως σε επενδύσεις σε νέα οικόπεδα. Η αιτία δεν είναι άλλη από τη διαχρονικά συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία των επίδοξων επενδυτών σε εξ υπαρχής νέες επενδύσεις, λόγω αφενός της γραφειοκρατίας για την αδειοδότηση και αφετέρου της έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού (Αφάντου, Κασσιόπη, Ελληνικό κ.λπ.). Ο ΣΕΤΕ, επιμένει στην άμεση ανάγκη ενός απλού και φιλο-επενδυτικού χωροταξικού πλαισίου που θα φθάνει σε επίπεδο ορίων των Δήμων (τα λεγόμενα Τοπικά Χωρικά Σχέδια) με συγκεκριμένες χρήσεις γης, ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και ταυτόχρονη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος».
Ο ΣΕΤΕ έχει ζητήσει εγγράφως τη συνεργασία με τα αρμόδια Yπουργεία Τουρισμού και Περιβάλλοντος & Ενέργειας, ώστε να δημιουργηθεί θετικό θεσμικό πλαίσιο τόσο μέσω του εκπονούμενου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, όσο και μέσω άλλων πολεοδομικών παρεμβάσεων που έχουν προταθεί, με στόχο να δοθούν άυλα κίνητρα με ελαχιστοποίηση της γραφειοκρατίας, για την προσέλκυση νέων τουριστικών επενδύσεων που θα συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, στην απασχόληση και στην ισχυροποίηση της τουριστικής ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Και τα δασικά…
Ένα άλλο μείζον θέμα που δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα, είναι αυτό των δασικών χαρτών. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του ο ΣΕΤΕ, ανέφερε: «Θεωρούμε απολύτως απαραίτητη τη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη του καθορισμού των δασικών χαρτών, διότι μαζί με τον χωροταξικό σχεδιασμό δημιουργούν το απαραίτητο τεχνικό πλαίσιο για την ασφάλεια δικαίου στις μελλοντικές επενδύσεις
Όμως, με την υφιστάμενη νομοθεσία και νομολογία των τελευταίων ετών χαρακτηρίζονται ως «δασικές» εκτάσεις ακόμα και οι χορτολιβαδικές χαμηλής και αραιής βλάστησης, οι οποίες απέκτησαν αυτή την βλάστηση έστω και για βραχεία περίοδο (άπαξ) σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή από το 1945 έως σήμερα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κρίνονται τεράστιες περιοχές της χώρας (σε μερικά νησιά φθάνει το 85%) ως «δασικές» με την ευρεία έννοια του όρου.
Με βάση τα ανωτέρω, χαρακτηρίζονται ως «δασικές» υφιστάμενες καλλιέργειες και κτίσματα διαφόρων χρήσεων όπως κατοικίας, βιομηχανίας, τουρισμού, εμπορίου κ.λπ. ασχέτως εάν κατά το παρελθόν ανεγέρθηκαν με νόμιμες άδειες είτε άλλες εγκρίσεις ή νομιμοποιήσεις του Κράτους και οι οποίες έχουν υποθηκευτεί στις τράπεζες για την εξασφάλιση των δανείων τους. Επιπρόσθετα, η δέσμευση αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες απαγορεύσεις που δεν ταυτίζονται πάντα γεωγραφικά με τους δασικούς χάρτες (αρχαιολογικές περιοχές, περιοχές NATURA: 27% της χώρας, αποστάσεις από αιγιαλούς-ρέματα κ.λπ.) καθιστούν ανεπαρκή τη διαθέσιμη αναπτυξιακή γη.
Η Κυβέρνηση έναντι αυτής της πραγματικότητας, προσπάθησε αυτές τις αντιφάσεις να τις αντιμετωπίσει με ειδικούς νόμους για τις καλλιέργειες και τις κατοικίες, επιβάλλοντας αναδρομικά πρόστιμα και τρόπο εξαγοράς ή διατήρησης, αλλά δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα καμία πρόβλεψη για τις άλλες επαγγελματικές χρήσεις και εγκαταστάσεις που θα χαρακτηριστούν «δασικές». Επιβάλλεται η αναθεώρηση της δασικής νομοθεσίας με τον επανακαθορισμό της έννοιας των χορτολιβαδικών δασικών εκτάσεων, ώστε να εξασφαλισθεί αφενός η νομιμότητα των επιχειρήσεων και αφετέρου ο αναγκαίος γεωγραφικός χώρος για την ανάπτυξή τους».