Με απόφαση, που εξέδωσε χθες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, ανεβλήθη η πρόοδος δίκης επί αγωγής που άσκησε ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρεία, που εδρεύει στα Κολύμπια κατά 5 κατοίκων της Ρόδου, μετόχων της και όρισε προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων, να διορισθεί, στη θέση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, προσωρινός – ειδικός εκπρόσωπος αυτής, ο οποίος θα την εκπροσωπήσει στην ανοιγείσα δίκη.
Η ενάγουσα εξέθεσε ότι οι εναγόμενοι με τις ειδικότερα αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων διοίκησης της εταιρείας κακοδιαχείρισης εν γένει της περιουσίας και των υποθέσεων αυτής της προκάλεσαν οικονομική ζημία την οποία πρέπει να υποχρεωθούν να αποκαταστήσουν.
Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο πρώτος των εναγόμενων αφού πλαστογράφησε πρακτικό ΔΣ περί σύγκλησης γενικής συνέλευσης, πλαστογράφησε το από 30-6-2004 πρακτικό της γενικής συνέλευσης ως προς την υπογραφή του έτερου μετόχου του 50% του κεφαλαίου, προβαίνοντας εν συνεχεία σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, στην οποία συμμετείχε μόνον ο ίδιος, απεμπολίζοντας τον ανωτέρω, ενώ παράλληλα πιστοποίησε ψευδώς την καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, πλαστογραφώντας και άλλο πρακτικό ΔΣ.
Υποστήριξε ακόμη ότι ενώ στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης, το ταμείο της εταιρείας ανερχόταν σε 1.374.952 ευρώ, το εν λόγω ποσό ιδιοποιήθηκαν οι εναγόμενοι, δοθέντος ότι αφενός μεν δεν ευρέθη ούτε στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας ούτε και σε τραπεζικό λογαριασμό, αφετέρου δε δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε για την αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων της ίδιας, ούτε για την εξόφληση οφειλών της σε προμηθευτές.
Διατείνεται ακόμη ότι ο πρώτος των εναγομένων τηρούσε παράτυπα σε τραπεζικό ίδρυμα εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος δεν εμφανιζόταν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, στον οποίο εισέρρεαν χρηματικά ποσά από συναλλαγές της εταιρείας, τα οποία εν συνεχεία ιδιοποιείτο ο ίδιος καταβάλλοντάς τα κατά κόρον κατά τη συμμετοχή του στις παράνομες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ως ατομική του περιουσία.
Επιπλέον υποστήριξε ότι άπαντες οι εναγόμενοι γνώριζαν και συγκάλυπταν την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου.
Ότι αγοράστηκε με χρήματα της εταιρικής περιουσίας πολυτελές αυτοκίνητο δια τραπεζικού δανεισμού, η χρήση του οποίου, ωστόσο, δεν έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εταιρείας, αλλά παραχωρήθηκε παράτυπα στον πέμπτο εναγόμενο, ενώ η συντήρηση και η λειτουργία του οχήματος πραγματοποιείτο από εταιρικά κονδύλια, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η εταιρική περιουσία.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι κατά τα έτη 2008-2015 στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας εμφανίζεται εγγραφή στη στήλη «χρεώστες διάφοροι» ποσό 63000 ευρώ, καθώς και παρασταστικό απόδειξη από την οποία προκύπτει ότι άλλος μέτοχος έλαβε από την εταιρεία το ανωτέρω ποσό δίχως να το επιστρέφει, γεγονός που καταδεικνύει ότι υπεξαιρέθηκε από τους εναγόμενους, δοθέντος ότι ουδέποτε έλαβε το εν λόγω ποσό.
Υποστήριξαν ακόμη ότι η ενάγουσα εκμίσθωνε χώρο εντός του ακινήτου του ξενοδοχείου στην τρίτη εναγόμενη, αφενός μεν χωρίς να έχει λάβει χώρα σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης του νομικού προσώπου, αφετέρου δε έναντι ευτελούς ποσού, αντί του πραγματικά οφειλόμενου κι ότι επιπλέον, στην επιχείρηση σούπερ μάρκετ της δεύτερης εναγόμενης απασχολείτο εργαζόμενη της εταιρίας, η οποία ελάμβανε επί επτά έτη τις αποδοχές της από την ενάγουσα δίχως να παρέχει, εντούτοις, τις υπηρεσίες της σ’ αυτή.
Διατείνεται ακόμη η ενάγουσα ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβαινε συστηματικά σε εξόφληση ατομικών του οφειλών με χρηματικά ποσά της εταιρικής περιουσίας, κάνοντας χρήση πλαστής σφραγίδας και πλαστογραφώντας την υπογραφή του πορέδρου της.
Ότι η εταιρική περιουσία επιβαρύνθηκε με δανειακές υποχρέωσεις συνολικού ποσού 164.148,44 ευρώ.
Ζήτησε δε οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 3.561.462,76 ευρώ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι εγείρεται ζήτημα αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση της ενάγουσας εταιρείας λόγω της διαπιστούμενης από το Δικαστήριο εμπλοκής μελών του διοικητικού συμβουλίου στη δίκη, η οποία δημιουργεί, εξαιτίας της ισχυρής θέσης τους, κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων και στα υπόλοιπα μέλη, ώστε να καθίσταται δυσχερής η αποτελεσματική εκπροσώπηση της εταιρίας.
Ενόψει, της προσωπικής αντιδικίας των δύο εκ των πέντε μελών της προσωρινής διοίκησης της ενάγουσας με τους ίδιους τους εναγόμενους, αλλά και των αλλεπάλληλων διορισμών προσωρινών διοικήσεων της ενάγουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, ανάγκη διορισμού ειδικού – προσωρινού εκπροσώπου από το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στον οποίο πρέπει να ανατεθεί η εξουσία διεξαγωγής της υπό κρίση δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους του.