Αν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν, θα υπάρξουν αναβαθμίσεις”, εκτίμησε ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση της ΕΡΤ.
Για το εάν ο χρόνος είναι αρκετός έως τις 5 Απριλίου ώστε η Ελλάδα να ολοκληρώσει όλα όσα χρειάζονται, απάντησε ότι “θα έπρεπε να είναι αρκετό. Φυσικά όλοι πρέπει τώρα να εργαστούν γύρω από τις λεπτομέρειες που απομένουν. Αλλά πιστεύω ότι είναι πιθανό”.
Η απόφαση για τη δόση, όπως ανέφερε, “συνδέεται με την προστασία της α΄ κατοικίας, ένα πολύπλοκο νομικά πλαίσιο, το οποίο πρέπει να συμφωνηθεί”.
Παραδέχθηκε ότι “τα προβλήματα στις τράπεζες είναι όντως το μεγαλύτερο ζήτημα για την Ελλάδα”. Όπως είπε, “με τόσο υψηλό ποσοστό “κόκκινων” δανείων είναι πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να χορηγούν δάνεια”.
“Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Κυβέρνηση θα μπορούσε να το αποφύγει” είπε για το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ”.
Αναλυτικά, στην συνέντευξή του στην ΕΡΤ ο επικεφαλής ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ανέφερε:
• Για την οικονομία της Ευρωζώνης και την κρίση.
“Είναι ένα σημαντικό σημείο το ότι δεν είναι μόνο για την Ευρώπη. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι οι εκτιμήσεις δείχνουν επιβράδυνση στην ανάπτυξη στην Ευρώπη και σε μεγάλη έκταση αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν ήταν καθόλου μη αναμενόμενο. Ήδη η ανάπτυξη το 2018 ήταν μικρότερη στην Ευρωζώνη για παράδειγμα σε σχέση με το 2017. Είναι σε μία φάση ομαλοποίησης, καθώς η ανάπτυξη ειδικά το 2017 αλλά και το 2018 ήταν θεαματικά υψηλότερη από την προσδοκώμενη ή την τάση που είχε δημιουργηθεί. Γνωρίζαμε ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ καιρό. Αυτό που λένε οι οικονομολόγοι, το έλλειμμα στην παραγωγή έχει κλείσει. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη θα πρέπει να υποχωρήσει στην προσδοκώμενο επίπεδο γύρω στο 1,5% με 1,25% στην ευρωζώνη. Επομένως υπάρχει μία ομαλοποίηση. Δυστυχώς όμως, πέρα από αυτό υπάρχουν κίνδυνοι. Όλοι γνωρίζουν για τους κινδύνους. Το Βrexit, δεν γνωρίζουμε ακριβώς πως θα καταλήξει. Υπάρχει ένταση στα θέματα εμπορίου ανάμεσα στις ΗΠΑ-Κίνα, το οποίο μπορεί να επεκταθεί στην Ευρώπη. Υπάρχει επίσης η επιβράδυνση στην ανάπτυξη της Κίνας. Επομένως υπάρχουν αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντας. Όταν συζητώ με εκπροσώπους των αγορών, το οποίο αποτελεί μέρος της δουλειάς μου στον ΕMΣ, είδα αρκετούς την προηγούμενη εβδομάδα, υπάρχει η απόφαση για εξομάλυνση σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως δεν κινούμαστε σε ύφεση. Αυτή η άποψη είναι ευρέως αποδεκτή”.
*Για τις αποφάσεις αναφορικά με την τραπεζική ένωση και την εγγύηση καταθέσεων.
“Όλοι εργαζόμαστε πολύ σκληρά για να αποφύγουμε μία ακόμα κρίση. Θεωρητικά είναι αλήθεια ότι οι αποφάσεις μπορούν να ληφθούν γρηγορότερα εν μέσω κρίσης. Το είδαμε πριν από 6-8 χρόνια όταν δημιουργήθηκε ο ΕΜΣ. Αλλά είμαστε σε κανονικές συνθήκες. Είμαστε όλοι ικανοποιημένοι που βγήκαμε από την κρίση. Χρειάστηκε λίγο παραπάνω, καθώς 19 χώρες, κυρίαρχες χώρες, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι κυρίαρχα και λαμβάνουν από κοινού αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική, επιτοκιακή πολιτική, με βάση τους δημοσιονομικούς κανόνες που έχουν συμφωνηθεί από κοινού. Όμως είναι ανεξάρτητοι. Όταν υπάρχει ένα νέο πρόβλημα, το οποίο απαιτεί νέες αποφάσεις, δεν είναι εύκολο γιατί θα πρέπει να γίνει συζήτηση με 19 χώρες, στα κοινοβούλια, στα μέσα ενημέρωσης, στο ευρύ κοινό. Και μετά όλα αυτά θα πρέπει να συγκεντρωθούν. Είναι αναπόφευκτο το να απαιτεί χρόνο. Σε μια περίοδο κρίσης, που όλοι είναι υπό πίεση και γνωρίζουν ότι πρέπει να δράσουν γρήγορα, ώστε να μη χειροτερέψει η κατάσταση, τότε οι διαδικασίες κινούνται ταχύτερα, πράγμα το οποίο είναι καλό. Όμως δεν θα πρέπει να είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι, ότι υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να υπάρξει “ταχύτητα”. Χρειάζεται χρόνος. Πιστεύω όμως ότι έχουμε αποδείξει ότι είμαστε ικανοί να λαμβάνουμε αποφάσεις, όπως στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής το Δεκέμβριο που αποφασίστηκαν επιπλέον βήματα γύρω από την εμβάθυνση της ΟΝΕ ώστε να γίνει πιο ισχυρή.
– Για την πορεία της Ελλάδας μετά το τέλος του προγράμματος.
“Πιστεύω ότι η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει πρόοδο. Υπήρξε μια συμφωνία τον Αύγουστο, η οποία συνδέεται με τις αποφάσεις του Γιούρογκρουπ πέρσι τον Ιούνιο. Ότι μετά το τέλος του προγράμματος η Ελλαδα θα συνεχίσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν ήδη συμφωνηθεί και θα στηρίξει τις προηγούμενες. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το οποίο έχει συμφωνηθεί έως το 2022. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Κυβέρνηση θα μπορούσε να το αποφύγει. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί αυτό το στόχο ο οποίος είναι κι ήταν βασικό στοιχείο του προγράμματος αλλά και της περιόδου μετά το τέλος αυτού. Υπάρχουν αρκετά ακόμα θέματα. Η έκθεση ενισχυμένης επιτήρησης, η οποία συζητήθηκε στο Eurogroup στις αρχές της εβδομάδας, δείχνει ότι υπάρχει πρόοδος σε πολλούς τομείς αλλά όχι σε όλους. Γι` αυτό το Eurogroup επέλεξε να περιμένει λίγο ακόμα ώστε να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος. Ιδιαίτερα συνδέεται με την προστασία της α΄κατοικίας, ένα πολύπλοκο νομικά πλαίσιο, το οποίο πρέπει να συμφωνηθεί. Οι θεσμοί θέλουν να δουν τις λεπτομέρειες αυτής της συμφωνίας, η οποία θα πρέπει να περάσει από τη Βουλή. Αυτό είναι ένα από τα βασικά θέματα. Γενικά και ειδικά ο ΕΜΣ, ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας, αισθάνεται ότι έχει μια ειδική σχέση με την Ελλάδα. Βλέπουμε τη χώρα ως ένα μακροπρόθεσμο εταίρο καθώς θα υπάρχει δανειακή σχέση για 40 χρόνια. Είναι πολλά τα χρήματα, 200 δισ. ευρώ, το 55% του συνολικού ελληνικού χρέους. Έχουμε ευθύνη ως πιστωτές, καθώς θέλουμε να αποπληρωθούμε σταδιακά, όχι άμεσα. Έχουμε μεγάλη υπομονή. Είναι προς το συμφέρον μας η Ελλάδα να αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική, προοπτικές ανάπτυξης. Αυτό πιστεύω ότι ευθυγραμμίζεται πλήρως με τα συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών που θέλουν μεγαλύτερη ανάπτυξη η οποία θα βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης, αυξάνεται η απασχόληση.
– Για το αν ο χρόνος είναι αρκετός έως τις 5 Απριλίου ώστε η Ελλάδα να ολοκληρώσει όλα όσα χρειάζονται.
“Θα έπρεπε να είναι αρκετό. Φυσικά όλοι πρέπει τώρα να εργαστούν γύρω από τις λεπτομέρειες που απομένουν. Αλλά πιστεύω ότι είναι πιθανό”
– Για το αν οι εκλογές δυσκολεύουν την επίλυση των προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα ή στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
“Πιστεύω ότι τα προβλήματα στις τράπεζες είναι όντως το μεγαλύτερο ζήτημα για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Βέβαια είναι αλήθεια ότι έχει υπάρξει πρόοδος για παράδειγμα, ο δείκτης κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλός, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όμως τα “κόκκινα” δάνεια είναι στο 46% των συνολικών κεφαλαίων, το υψηλότερο στην Ευρώπη. Κι σ΄αυτό ακόμη υπάρχει πρόοδος. Έχουν μειωθεί κατά 20 δισ. ευρώ την τελευταία διετία. Άρα έχει σημειωθεί πρόοδος αλλά το επίπεδο παραμένει υψηλό. Κι΄αυτό δεν είναι καλό για την ανάπτυξη στην Ελλάδα. Με τόσο υψηλό ποσοστό “κόκκινων” δανείων είναι πολύ δύσκολο για τις τράπεζες να χορηγούν δάνεια. Αν δε υπάρχει πρόσθετη χρηματοδότηση, νέα δάνεια, καθιστά πιο δύσκολη την ανάπτυξη της οικονομίας. Πρόκειται για ένα ζήτημα προς το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών, του ΕΜΣ και των υπόλοιπων θεσμών το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Υπάρχει πρόοδος αλλά πρέπει να συνεχιστεί. Είναι λοιπόν ένα θέμα το οποίο παρακολουθούμε πολύ στενά. Θεωρώ ότι αυτό το ζήτημα δεν έχει να κάνει με τις εκλογές. Θα πρέπει να βρεθούν λύσεις ως το ελάχιστο της προόδου που έχουμε δει τα τελευταία δύο χρόνια.
– Για το αν παραμένει η Ελλάδα “ειδική περίπτωση”
“Υπό μία ορισμένη έννοια, ναι. Η Ελλάδα έλαβε τη μεγαλύτερη χρηματοδοτική υποστήριξη από οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Eυρωζώνης. Τα τελευταία 9 χρόνια, από τον EFSF και τον ΕΜΣ, όπως γνωρίζετε, έχουμε δώσει δάνεια σε 5 χώρες, με πολύ μικρότερα ποσά στις τέσσερις από αυτές, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Κύπρο. Η Ελλάδα έλαβε το μεγαλύτερο ποσό επειδή τα προβλήματα ήταν μεγαλύτερα και χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να ολοκληρωθούν. Αντίθετα, με τις άλλες χώρες η Ελλάδα έλαβε σημαντική ελάφρυνση χρέους. Δεν υπήρχε στις άλλες χώρες “κούρεμα” στους ιδιώτες, υπήρξε επιμήκυνση όχι όμως κατά 40 έτη όπως στην Ελλάδα, αναβολή καταβολής τόκων όπως στην Ελλάδα, όχι κέρδη από ομόλογα μέσω παρεμβάσεων από κεντρικές τράπεζες. Η Ελλάδα έλαβε μεγαλύτερη υποστήριξη μέσω δανείων και ελάφρυνση χρέους, τα οποία δεν συγκρίνονται με όσα έγιναν στις άλλες χώρες. Γι΄ αυτό θεωρώ κατανοητό οι θεσμοί αλλά και οι φορολογούμενοι και οι υπόλοιπες χώρες να ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα τώρα και τα επόμενα χρόνια.
– Για το πότε θα έρθει η αναβάθμιση από τους Οίκους.
“Κι σ΄αυτό υπήρξε πρόοδος. Πρόσφατα είχαμε αναβαθμίσεις. Ωστόσο η Ελλάδα βρίσκεται 2-3 βαθμίδες από τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα. Αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, αν η Κυβέρνηση επιμείνει στις δεσμεύσεις, που ανέλαβε απέναντι στο Eurogroup, στους Ευρωπαίους εταίρους, πέρυσι, είμαι σίγουρος ότι η “σειρά” των αναβαθμίσεων θα συνεχιστεί. Δεν μπορώ να πω πότε θα ανέβει στην επενδυτική βαθμίδα. Είναι όμως θέμα χρόνου. Αν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν, θα υπάρξουν αναβαθμίσεις. Η έκδοση του 10ετους ομολόγου την προηγούμενη εβδομάδα δείχνει ότι οι αγορές έχουν θετική άποψη. Θα υπάρξει περαιτέρω ενθάρρυνση με αναβαθμίσεις στο μέλλον. Αυτό εξαρτάται εξ΄ολοκλήρου από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων”.