Με απόφαση, που εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, κηρύχθηκαν άκυρες λόγω εικονικότητας, δύο δικαιοπραξίες μεταβίβασης και μίσθωσης κινητού εξοπλισμού μεταξύ δύο γνωστών ξενοδοχειακών εταιρειών, δεκτής γενομένης σχετικής αγωγής τραπεζικής εταιρείας ως πιστούχου.
Η τράπεζα εξέθεσε συγκεκριμένα ότι μεταξύ αυτής και της πρώτης των εναγομένων πιστούχου, καταρτίστηκαν δύο συμβάσεις παροχής πίστωσης σε ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με τις οποίες της χορηγήθηκαν πιστώσεις αρχικά μέχρι του ποσού των 1.750.000 και 650.000 ευρώ, αντίστοιχα, για την εξυπηρέτηση των οποίων τηρήθηκαν λογαριασμοί.
Την 19η Οκτωβρίου 2016 και 18 Οκτωβρίου 2016, αντίστοιχα, η τράπεζα κατήγγειλε τις ανωτέρω συμβάσεις και έκλεισε τους τηρούμενους σ’ αυτές λογαριασμούς. Οι λογαριασμοί αυτοί κατά το οριστικό κλείσιμό τους εμφάνιζαν κατάλοιπο συνολικού ποσού 4.731.198,21 και 1.658.617,70 ευρώ, αντίστοιχα. Για τις ως άνω απαιτήσεις της εκδόθηκαν σε βάρος της πρώτης εναγόμενηςδιαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία, υποχρεώθηκε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.413.290,42 ευρώ ως απαίτηση απορρέουσα από την πρώτη σύμβαση συμπεριλαμβανομένων και των μη λογιστικοποιηθέντων τόκων, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων και διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία η ίδια υποχρεώθηκε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.921.976,54 ευρώ ως απαίτηση απορρέουσα από την δεύτερη σύμβαση.
Ενώ είχαν γεννηθεί οι ως άνω αξιώσεις της, η πρώτη των εναγομένων, δυνάμει του από 26 Ιουνίου 2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, μεταβίβασε λόγω πώλησης στη δεύτερη των εναγομένων την κυριότητα του συνόλου του κινητού εξοπλισμού της ξενοδοχειακής επιχείρησης που διατηρεί, ενώ συγχρόνως με το ίδιο συμφωνητικό μίσθωσε από την τελευταία τον εξοπλισμό για χρονική διάρκεια δώδεκα (12) μηνών.
Η τράπεζα υποστήριξε ότι αμφότερες οι ανωτέρω δικαιοπραξίες πωλήσεως και μισθώσεως, είναι άκυρες ως εικονικές, διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιδίωκαν την παραγωγή των έννομων συνεπειών των συμβάσεων αυτών και δη δεν επεδίωκαν τη μεταβίβασή της κυριότητας των κινητών από την πρώτη εναγομένη στη δεύτερη και την μίσθωσή τους από την τελευταία, αλλά καταρτίστηκαν εν γνώσει τους, φαινομενικώς.
Υποστήριξε ακόμη ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του κινητού εξοπλισμού, έλαβε χώρα, ενόσω η δεύτερη των εναγομένων γνώριζε την παραπάνω οφειλή της πρώτης αυτών, έναντι της ενάγουσας πιστοδότριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας προς το σκοπό βλάβης της τελευταίας, εξαιτίας της εντεύθεν επελθούσας αφερεγγυότητας της πρώτης και δεδομένου ότι η υπόλοιπη περιουσία της δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της.
Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή ενώ οι δύο εναγόμενες εταιρείες ερημοδικάστηκαν.