Τo φορολογικό πακέτο του 2020 –το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του αφορολογήτου αλλά και σειρά μειώσεων σε φορολογικούς συντελεστές– μετατοπίζει φορολογικά βάρη ύψους δύο δισ. ευρώ από περίπου 500 χιλιάδες φορολογουμένους που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα άνω των 22.000 ευρώ, σε περίπου τέσσερα εκατομμύρια άτομα τα οποία δηλώνουν αποδοχές από 7.000 έως και 22.000 ευρώ, οι οποίες και προέρχονται από μισθούς, συντάξεις ή αγροτική δραστηριότητα. Δηλαδή οι «φτωχότεροι» μισθωτοί και συνταξιούχοι θα επιβαρυνθούν με έως και 450 ευρώ επιπλέον φόρο και οι «πλουσιότεροι» θα εξοικονομήσουν ακόμη και πάνω από 700 ευρώ τόσο από τον φόρο εισοδήματος όσο και από την εισφορά αλληλεγγύης.
Στο «μικροσκόπιο»
Οι επιπτώσεις που θα έχουν τα φορολογικά μέτρα του 2020 βρίσκονται στο «μικροσκόπιο» των κομμάτων, καθώς οι αποφάσεις για την ενεργοποίησή τους θα πρέπει να ληφθούν το αργότερο μέχρι τον Νοέμβριο, οπότε και θα κατατεθεί ο προϋπολογισμός του 2020 στη Βουλή. Και αν οι εκλογές πραγματοποιηθούν τον Οκτώβριο, το θέμα είναι δεδομένο ότι θα κυριαρχήσει στην προεκλογική εκστρατεία ακριβώς λόγω των επιπτώσεων που επιφέρουν τα μέτρα στο ατομικό εισόδημα.
Το «πακέτο» του 2020 περιλαμβάνει:
• Τη μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 ευρώ στα 1.250 ευρώ.
• Τη μείωση του κατώτερου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22%, που είναι σήμερα, στο 20%.
• Την ενεργοποίηση νέας κλίμακας υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης με την οποία πρακτικά μηδενίζεται η επιβάρυνση για όλους όσοι έχουν ατομικό εισόδημα έως και 30.000 ευρώ.
Με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός θα κλείσει και φέτος με πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5%, θεωρείται σίγουρο ότι το ερώτημα που θα τεθεί θα είναι το εξής: Θα εφαρμοστούν ταυτόχρονα τα ψηφισμένα μέτρα (μείωση αφορολογήτου) και αντίμετρα (μείωση συντελεστή και εισφοράς αλληλεγγύης) ή θα ακυρωθούν στο σύνολό τους; Για να μη μειωθεί το αφορολόγητο και να εφαρμοστούν οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, θα πρέπει να συμφωνηθεί με τους δανειστές ότι υπάρχει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ (έως και δύο δισ. ευρώ), κάτι που δεν μπορεί να φανεί παρά μετά τον Σεπτέμβριο. Επίσης, προοπτική να συνταχθεί προϋπολογισμός με πρωτογενές πλεόνασμα κάτω του 3,5% για την επόμενη χρονιά δεν φαίνεται να υπάρχει, καθώς ακόμη και αν ανοίξει η σχετική συζήτηση με τους Ευρωπαίους, το πιο πιθανό είναι ότι θα αφορά τον προϋπολογισμό του 2021.
Οδεύοντας επομένως προς τις βουλευτικές εκλογές, τα 8,9 εκατομμύρια των φορολογουμένων θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, με βάση τα ήδη ψηφισμένα μέτρα, χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται όσοι φορολογούμενοι έχουν ατομικές αποδοχές χαμηλότερες των 7.000 ευρώ ετησίως. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν (με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΑΑΔΕ) 4,776 εκατομμύρια φορολογούμενοι, δηλαδή το 50% του συνολικού ενήλικου πληθυσμού. Οι φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας δήλωσαν αθροιστικά εισοδήματα της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 8,245 δισ. ευρώ προήλθαν από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις και αγροτικά εισοδήματα. Αυτοί οι φορολογούμενοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, θα εξακολουθήσουν να καλύπτονται από το νέο αφορολόγητο. Με δεδομένη τη μείωση και του αφορολογήτου αλλά και του κατώτατου συντελεστή, δεν θα επιβάλλεται φόρος για εισόδημα έως και 6.250 ευρώ για τον ανύπαντρο ή έως και 7.000 ευρώ για την οικογένεια με παιδιά. Αρα, οι μισοί φορολογούμενοι δεν ενδιαφέρονται ή ενδιαφέρονται ελάχιστα για τις αλλαγές, καθώς, κατά μέγιστο, θα προκύψει επιβάρυνση 150 ευρώ τον χρόνο (για όσους δηλώνουν ακριβώς 7.000 ευρώ).
Χαμένοι – κερδισμένοι
Στους χαμένους επομένως ανήκουν αυτοί που δηλώνουν ατομικό εισόδημα από 6.500-7.000 έως 22.000 ευρώ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 3,5 εκατομμύρια πολίτες. Αν εξαιρεθούν εισοδηματίες και αυτοαπασχολούμενοι ή μερισματούχοι, μένουν τουλάχιστον τρία εκατομμύρια μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες, οι οποίοι και θα επιβαρυνθούν με έως και 450 ευρώ ο καθένας. Οι φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας δηλώνουν 42 δισ. ευρώ τον χρόνο και από αυτά, τα 36 δισ. ευρώ προέρχονται από μισθούς, συντάξεις και αγροτικά εισοδήματα.
Στους κερδισμένους ανήκουν όσοι δηλώνουν πάνω από 22.000 ευρώ. Αυτοί είναι μόλις 560.000. Θα πρέπει να αφαιρεθούν βέβαια αυτοαπασχολούμενοι, εισοδηματίες κ.λπ., οπότε μένουν περίπου 500.000 κερδισμένοι. Γι’ αυτούς ισχύει ο κανόνας: όσο μεγαλύτερο το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο και το φορολογικό όφελος. Ειδικά για τους (λιγοστούς) που δηλώνουν αποδοχές άνω των 60.000-70.000 ευρώ (μόλις 40.000 άτομα σε όλη τη χώρα), τα φορολογικά οφέλη μπορεί να ξεπεράσουν τα 1.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
Συντάκτης ΘΑΝΟΣ ΤΣΙΡΟΣ