Πατέρας με κόρη στα δικαστήρια για αναλήψεις από κοινό λογαριασμό

Νόμιμη κρίθηκε από τον ¶ρειο Πάγο που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς ενός πατέρα με την κόρη του η ανάληψη οποιουδήποτε ποσού από κοινό τους λογαριασμό χωρίς καμία προειδοποίηση ανεξαρτήτως της προέλευσης των χρημάτων!
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15 Ιουνίου 2006 αγωγή του πατέρα, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν αποφάσεις το 2007 του ιδίου δικαστηρίου και το 2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η κόρη με την από 3 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή της.
Με την από 15 Ιουνίου 2006 αγωγή του ο πατέρας υποστήριξε ότι με την εναγόμενη θυγατέρα του, διατηρούσε κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς, στο υποκατάστημά της στην Πλατεία Κύπρου στη Ρόδο.
Η κόρη του, όπως υποστήριξε, με σκοπό και πρόθεση να ιδιοποιηθεί χρήματα από το συγκεκριμένο λογαριασμό, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ήταν δικά του, έκανε 5 αναλήψεις στο διάστημα από 5 Αυγούστου 2005 μέχρι 31 Αυγούστου 2005 ύψους 215.000 ευρώ από το οποίο ποσό 200.000 ευρώ προερχόταν από δάνειο για αγορά ακινήτου (επαγγελματικής στέγης).
Ισχυρίστηκε ότι η κόρη του ήταν υποχρεωμένη να του επιστρέψει το παραπάνω ποσό που παράνομα ιδιοποιήθηκε.
¶σκησε δε και δύο μηνύσεις σε βάρος της οι οποίες ωστόσο τέθηκαν στο αρχείο.
Επί της αγωγής εκδόθηκε το 2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία αξιολογήθηκε, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην ιστορική της βάση περί αδικοπραξίας με τη μορφή της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως), ως αόριστη, λόγω μη αναφοράς της εσωτερικής σχέσεως των συνδικαιούχων διαδίκων, δυνάμει της οποίας αιτείται την καταψήφιση στο σύνολό του του αναληφθέντος από την κόρη από τον τραπεζικό λογαριασμό χρηματικού ποσού.
Την πρωτοβάθμια αυτή απόφαση προσέβαλε ο πατέρας τον Σεπτέμβριο του 2007 με έφεση. Ισχυρίστηκε ότι το πραγματικό περιστατικό που περιγράφεται με σαφήνεια στο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής του, ότι η εφεσίβλητη κόρη του έκανε ανάληψη από κοινό λογαριασμό τους το ποσό των 215.000 ευρώ που γνώριζε πολύ καλά ότι ήταν προϊόν δανείου που προοριζόταν για αγορά επαγγελματικής στέγης και είχε τοποθετηθεί στο λογαριασμό προσωρινά συνιστά οπωσδήποτε πράξη άδικη, παράνομη και ανήθικη που προσβάλλει με πολύ προκλητικό τρόπο τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και κάθε έννοια ηθικής οποιασδήποτε κοινωνίας με οποιοδήποτε βαθμό πολιτισμού της.
Επί της εν λόγω εφέσεως εκδόθηκε το 2009 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία αξιολογήθηκε η αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, με νομική θεμελίωσή της, κατά την ιστορική της βάση περί κοινού τραπεζικού λογαριασμού και την έκανε δεκτή.
Ειδικότερα, διέλαβε στις αιτιολογίες της, ότι αν και η εναγόμενη γνώριζε πολύ καλά ότι τα χρήματα που είχαν κατατεθεί στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό ανήκαν εξ’ ολοκλήρου στον πατέρα της, αυθαίρετα και χωρίς την έγκρισή του, τον μήνα Αύγουστο του 2005 προέβη σε σταδιακές αναλήψεις χρημάτων από αυτόν.
Περαιτέρω από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα, το Εφετείο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι τα χρήματα αυτά αποτελούσαν δωρεά του ενάγοντος προς αυτήν, την οποία συμφώνησαν τον Ιούλιο του 2005 σε αντάλλαγμα της παραίτησης από κάθε αξίωση σε βάρος του για τις οφειλόμενες διατροφές και έξοδα σπουδών της, διότι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή ένα μήνα πριν την ανάληψη των προαναφερόμενων ποσών από τον κοινό λογαριασμό δεν υπήρχε κανένας λόγος να προβεί στην δωρεά του παραπάνω ποσού των 215.000 ευρώ προς την εναγομένη, πολύ δε περισσότερο αφού κατά το χρονικό αυτό διάστημα αλλά και από την αρχή του έτους 2005 οι σχέσεις των διαδίκων ήταν τεταμένες δεδομένου ότι βρίσκονταν σε σφοδρή αντιδικία σχετικά με τις διατροφικές αξιώσεις της, η οποία μαζί με την μητέρα της είχαν ασκήσει έφεση κατά του ενάγοντος και οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.

Στην απόφαση του Εφετείου τονίστηκε ότι εφόσον σύμφωνα με την κατάθεση της μητέρας της οι οφειλόμενες προς αυτή διατροφές ανέρχονταν περίπου στο ποσό των 20.000 ευρώ, δεν είχε κανένα λόγο ο πατέρας της να της δωρίσει το ποσό των 215.000 ευρώ για την εκπλήρωση της παραπάνω υποχρέωσής του. Έκρινε παραπέρα ότι εφόσον κατά τους ισχυρισμούς της το ποσό αυτό αποτελεί δωρεά για την κάλυψη όλων των αναγκών διατροφής της για τα υπόλοιπα έτη της ζωής της, των αναγκών των σπουδών της και της επαγγελματικής της αποκατάστασης, θα έπρεπε να απαιτήσει το ποσό αυτό να το καταθέσει σε ατομικό λογαριασμό και όχι να υπάρχει στον κοινό λογαριασμό με τον ενάγοντα πατέρα της, άρα σε κάθε περίπτωση θα υπήρχε “κίνδυνος” να αναλάβει το ποσό αυτό ο συνδικαιούχος του λογαριασμού πατέρας της, ενώ η ανάληψη όλου του ποσού αυτού μέσα σε ένα μήνα δεν συμπορεύεται με τον παραπάνω ισχυρισμό της.
Ο Αρειος Πάγος με απόφαση που εξέδωσε πρόσφατα το Α1 τμήμα του έκρινε ωστόσο υπέρ της κόρης και αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς ή σε έναν από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της καταθέσεως και ως προς τον άλλο, δηλαδή τον μη αναλαμβάνοντα δικαιούχο, ο οποίος από τον νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.
Έτσι, με βάση τα παραπάνω, ο καθένας από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού, με την ανάληψη ποσών απ’ αυτόν, δεν διαπράττει υπεξαίρεση ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία των άλλων.