Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε ομόρρυθμη εταιρεία της Ρόδου και 5 εταίροι της κατά του Ελληνικού Δημοσίου διεκδικώντας αποζημιώσεις για βλάβες που υπέστησαν εξαιτίας της αμφισβήτησης της κυριότητάς τους επί ακινήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εκείνων που αποδόθηκαν με τη χρήση πλαστών αποφάσεων εκποίησής τους από το δημόσιο και εξετάστηκαν ως τέτοια στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που προκάλεσε σάλο στο νησί.
Οι ενάγοντες διαμαρτύρονται γιατί το Δημόσιο με αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου επιδιώκει μεταξύ άλλων να του επιστραφούν τα συγκεκριμένα ακίνητα του δημοσίου και αξιώνει διάφορα ποσά ως θετική ζημία και διαφυγόντα κέρδη καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ένεκα παράνομων ενεργειών.
Χαρακτηρίζουν ψευδείς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και διεκδικούν για προσβολή της προσωπικότητάς τους 1 εκατ. ευρώ!
Ο συνήγορος της εταιρείας κ. Κ. Σαρρής έχει προσφύγει ενώπιον του Αρείου Πάγου για την ακύρωση της υπ αριθμ. 105/2012 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου που “μπλόκαρε” τις πάσης φύσεως δικαιοπραξίες σε ακίνητα του δημοσίου που υφαρπάχθηκαν με τη χρήση ανυπόστατων αποφάσεων εκποίησής τους. Η δίκη έχει προσδιοριστεί για την 18η Οκτωβρίου 2013.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την υπ’ αριθμ. 66/2009 απόφασή του είχε δώσει λύση στο θέμα ακυρώνοντας διάταξη του δικαστή του κτηματολογίου Ρόδου με την οποία απαγορεύθηκε η καταχώρηση στο κτηματολόγιο απόφασης για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ύψους 650.000 ευρώ. Με την ίδια απόφαση είχε διαταχθεί ταυτόχρονα η καταχώρηση της απόφασης για την εγγραφή της προσημείωσης στο Κτηματολόγιο.
Οπως απεκάλυψε η “δ”, τουλάχιστον 427.518 τετραγωνικά μέτρα δημόσιας γης άλλαξαν ή επιχειρήθηκε να αλλάξουν χέρια με τη χρήση ανυπόστατων αποφάσεων εκποίησης που φέρουν πλαστές υπογραφές νομαρχών που υπηρέτησαν στη Δωδεκάνησο. Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου διατάχθηκε ο διευθυντής του Κτηματολογίου Ρόδου να αναστείλει την οποιαδήποτε έκδοση πιστοποιητικών ιδιοκτησίας σε ακίνητα που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που εξετάζονται από τη δικαιοσύνη.
Με έγγραφό της προς το Κτηματολόγιο Ρόδου η Κτηματική Υπηρεσία Δημοσίου ενημέρωσε περί ύπαρξης πλαστών αποφάσεων του νομάρχη Δωδεκανήσου εξαγοράς ακινήτων του Δημοσίου, ήδη όμως μεταγραμμένων στα κτηματολογικά βιβλία.
Εν πάση περιπτώσει η υπόθεση αφορά ακίνητο που έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία μιας Ροδίτικης εταιρείας έναντι ποσού 200 εκατ. δρχ από τους φερόμενους ως αρχικούς δικαιούχους. Πρόκειται για μια έκταση 100 στρεμμάτων στην περιοχή «Αγία Βαρβάρα» της Ρόδου. Η ως άνω έκταση υφαρπάχθηκε με τη χρήση της υπ’ αριθμ. ΔΚ1012/3373/1991 απόφασης του νομάρχη Δωδεκανήσου.
Η συγκεκριμένη ανυπόστατη απόφαση μεταγράφηκε στον οικείο τόμο του κτηματολογίου της Ρόδου την 29η Ιανουαρίου 1998 στην ιδιοκτησία των εμφανιζόμενων ως δικαιούχων της εκποίησης. Την 28η Ιουλίου 1999 ακολούθησε η μεταγραφή στην ίδια μερίδα του συμβολαίου πώλησης από τις ανωτέρω φερόμενες ως ιδιοκτήτριες στην εταιρεία. Η εταιρεία έχει πραγματοποιήσει επένδυση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ στο ακίνητο ενώ έχει χρεωθεί με δάνεια για την επένδυσή της αυτή.
Η εταιρεία έχει έτοιμη μελέτη για να επενδύσει σε χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση πρόγραμμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ακίνητο είχαν εγγραφεί από την εταιρεία προσημειώσεις υποθήκης. Την 9η Ιουλίου 2008 ο επιχειρηματίας υπέβαλε στο κτηματολόγιο Ρόδου αίτηση με την οποία ζητούσε να εγγραφεί στα βιβλία του κτηματολογίου απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ενεγράφη προσημείωση υποθήκης ύψους 650.000 ευρώ σε τμήμα που είχε αποσπαστεί από το ίδιο ακίνητο. Ο Κτηματολογικός Δικαστής απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η απόφαση εκποίησης του ακινήτου με την οποία είχε γίνει η αρχική του μεταγραφή σε ιδιώτες ήταν πλαστή και ανυπόστατη. Ο πρόεδρος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (εκουσία διαδικασία) έκρινε ωστόσο ότι η απόφαση του κτηματολογικού δικαστή αντίκειται στο τεκμήριο ακρίβειας και τη δημόσια πίστη τα οποία παρέχουν τα κτηματολογικά βιβλία. Έκρινε ακόμη ότι αφού η αρχική εγγραφή καταστεί αμετάκλητη τότε δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο ότι το εμπράγματο δικαίωμα που αφορά η καταχώρηση στο οικείο βιβλίο ανήκει στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η βασική εγγραφή. Τονίζει δε ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τριών ετών από την καταχώρηση της απόφασης του νομάρχη συνεπώς το αποκτηθέν από εκείνους εμπράγματο δικαίωμα δεν επιδέχεται ανταπόδειξη.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου έκρινε ωστόσο ότι θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο για το δικαίωμα επί του ακινήτου μόνον για την αρχική και θεμελιώδη κτηματολογική εγγραφή, ενώ για τις μεταγενέστερες εγγραφές το τεκμήριο είναι μαχητό και κατ’ αυτού αντιτάσσεται η ακυρότητα ή το ανίσχυρο της αιτίας της εγγραφής από το Ελληνικό Δημόσιο. Εν προκειμένω, το αμάχητο τεκμήριο καλύπτει την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή του ακινήτου υπέρ της Κυβέρνησης των Νήσων του Αιγαίου, της οποίας διάδοχο αποτελεί το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ επιδέχονται ανταπόδειξη οι μεταγενέστερες εγγραφές.
Από την ποινική έρευνα της υπόθεσης και τη δίκη που διεξήχθη πρόσφατα ενώπιον του κακουργιοδικείου προέκυψε ωστόσο, ότι η ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου ακινήτου, που βρέθηκε κατηγορούμενη, πρίν το πουλήσει στην εταιρεία είχε δικαίωμα απόδοσής του σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.719/77 χωρίς την καταβολήν του οποιουδήποτε τιμήματος.
Η εταιρεία επισημαίνει έτσι ότι όταν προέβη στην αγορά του ακινήτου όχι απλά μόνο ήταν καταχωρημένη στα κτηματολογικά βιβλία η περί απόδοσης απόφαση του Νομάρχη Δωδ/σου αλλά επιπλέον ήλεγξε και το απογραφικό βιβλιάριο του ως άνω ακινήτου και διαπίστωσε ότι η περί απόδοσης απόφαση ήταν νομότυπη αφού ανταποκρινόταν στο περιεχόμενο του απογραφικού βιβλιαρίου του ως άνω ακινήτου .
Ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί, όση επιμέλεια και προσοχή και αν κατέβαλλε ότι η περί απόδοσης απόφαση του Νομάρχη Δωδ/σου ήταν πλαστή αφού και με βάση το απογραφικό βιβλιάριο του ακινήτου υφίστατο νόμιμο δικαίωμα απόδοσης του ακινήτου χωρίς την καταβολήν του οποιουδήποτε τιμήματος, για τον οποίο άλλωστε λόγο και ο Κτηματολογίου Δικαστής διέταξε την μεταγραφή της απόφασης απόδοσης.
Τονίζει ακόμη ότι εν έτει 1999 όταν καταρτίστηκε το συμβόλαιο αγοραπωλησίας όχι μόνο δεν υπήρχε η οποιαδήποτε αντίθετη εγγραφή, αλλά ούτε η ελάχιστη αμφιβολία ή η παραμικρή ένδειξη ότι θα μπορούσε να πάσχει από οποιονδήποτε ακυρότητα ο τίτλος κτήσεως των δικαιοπαρόχων της αποκτήσασας την κυριότητα του ακινήτου εταιρείας.