Για μετά τις ευρωεκλογές –και συγκεκριμένα για το Eurogroup του Ιουνίου– αναβλήθηκε η «μάχη των προβλέψεων». Στις 5 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αποτυπώσει στην έκθεσή της για την 3η μεταμνημονιακή αξιολόγηση τη δική της εκτίμηση για την πορεία του ελληνικού πρωτογενούς πλεονάσματος μετά και την ψήφιση του πακέτου μέτρων για το 2019. Η ελληνική πλευρά έχει ήδη ανοίξει τα χαρτιά της επί του θέματος. «Βλέπει» πρωτογενές πλεόνασμα 4,1% στον φετινό προϋπολογισμό ως «βασικό σενάριο» –το οποίο δεν περιλαμβάνει τα ψηφισμένα μέτρα– και πρωτογενές πλεόνασμα οριακά υψηλότερο από το 3,5%, αν ληφθεί υπόψη και το κόστος από την καταβολή της 13ης σύνταξης, αλλά και τη μείωση των συντελεστών στον ΦΠΑ. Η κυβέρνηση άλλαξε τον στόχο για τη φετινή χρονιά βασιζόμενη κυρίως στο γεγονός ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 διαμορφώθηκε στο 4,29%, από 3,8% που ήταν η αρχική πρόβλεψη. Ετσι, μοίρασε από τώρα όλον τον προβλεπόμενο δημοσιονομικό χώρο του 2019, αλλά και τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ επιπλέον. Αυτά εκτιμάει ότι θα τα μαζέψει από τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Επίσης, η ελληνική πλευρά προσβλέπει και σε τόνωση των δημοσίων εσόδων λόγω της αύξησης της κατανάλωσης που μπορεί να αποφέρει η ενεργοποίηση των μέτρων (κυρίως η καταβολή της 13ης σύνταξης).
Ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι «διαγνώσουν» επισήμως δημοσιονομικό κενό στον φετινό προϋπολογισμό αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, πρακτικά δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια αλλαγή στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Από τον συνολικό προϋπολογισμό των επιπλέον μέτρων (ύψους περίπου 1,2 δισ. ευρώ), η δαπάνη των 800 εκατ. ευρώ θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα με την καταβολή της 13ης σύνταξης, ενώ το κόστος από τις μειώσεις στον ΦΠΑ θα ξεδιπλωθεί τους επόμενους μήνες του έτους. Σε αυτό το διάστημα η κυβέρνηση θα επιδιώξει να συγκρατήσει το πρωτογενές πλεόνασμα στο επιθυμητό επίπεδο, παρεμβαίνοντας κυρίως στο σκέλος των δαπανών που δεν αγγίζουν τους πολίτες (με έμφαση και πάλι στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων). Στόχος είναι να φθάσει το οικονομικό επιτελείο στο τέλος του καλοκαιριού χωρίς αποκλίσεις.
Η μεγάλη «μάχη» είναι προγραμματισμένη για το φθινόπωρο. Εως τις 15 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε αυτό θα πρέπει να ενσωματώσει:
1. Το κόστος των μέτρων που ενεργοποιήθηκαν μέσα στο 2019 και τα οποία το 2020 θα κοστίσουν ακόμη περισσότερο (λόγω του ότι ο ΦΠΑ θα εφαρμοστεί για 12 μήνες και όχι για 7 μήνες). Το συνολικό κόστος θα προσεγγίσει το 1,5 δισ. ευρώ.
2. Το κόστος για τη διατήρηση του αφορολόγητου στα σημερινά επίπεδα, ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ.
3. Το κόστος των πρόσθετων μέτρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός για το 2020 και το οποίο ανέρχεται σε τουλάχιστον 800 εκατ. ευρώ (το πακέτο της επόμενης χρονιάς περιλαμβάνει τη μείωση του ΦΠΑ από το 13% στο 11%, την ενεργοποίηση νέας κλίμακας υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης, την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για τις προσλήψεις νέων ηλικίας έως 29 ετών σε ποσοστό έως και 80%, αλλά και μια σειρά στοχευμένων μέτρων, όπως μειώσεις φόρων για τους νησιώτες, αύξηση επιδόματος θέρμανσης για τους κατοίκους ορεινών περιοχών κ.λπ.).
Συνολικά για το 2020 αναζητείται δημοσιονομικός χώρος της τάξεως των 4,3 δισ. ευρώ τουλάχιστον. Αυτά η κυβέρνηση θέλει να τα καλύψει με τον δημοσιονομικό χώρο που προβλέπει ότι θα δημιουργηθεί για το 2019 (1,17 δισ. ευρώ), τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που προβλέπει για το 2020 (περίπου 800 εκατ. ευρώ), αλλά και ένα κονδύλι που θα εξοικονομηθεί από το γεγονός ότι δεν θα ενεργοποιηθούν τα φορολογικά αντίμετρα του 2020 (μείωση βασικού συντελεστή από το 22% στο 20%, απαλλαγή από την εισφορά αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ και νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ). Η εξοικονόμηση από τη μη ενεργοποίηση αυτών των τριών μέτρων μπορεί να φθάσει στο ένα δισ. ευρώ. Προκύπτει ότι αυτά τα τρία κονδύλια –τα οποία φθάνουν στα 3 δισ. ευρώ– δεν επαρκούν και η κυβέρνηση θα πρέπει να επικαλεστεί πρόσθετες πηγές.
Οσον αφορά το 2021 και το 2022, η κυβέρνηση θα επιδιώξει μετά τις ευρωεκλογές να εξειδικεύσει και τον συγκεκριμένο δημοσιονομικό χώρο, ο οποίος ανέρχεται στο 1,2 δισ. ευρώ για το 2021 και στα 2,3 δισ. ευρώ για το 2022. Με αυτά τα χρήματα θα δικαιολογηθεί η επαναφορά του ΕΚΑΣ που έχει υποσχεθεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, αλλά και η επαναφορά του «13ου μισθού» για τους δημοσίους υπαλλήλους.