Η μεγάλη εισροή τουριστών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη στην Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αλλά και η απουσία ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδίου προσέλκυσης τουριστών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου, έχουν οδηγήσει σε πτώση της τάξης του 30% τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των ξένων επισκεπτών στη χώρα. Στην πτώση αυτή έχει συμβάλει όμως και ο περιορισμός της μέσης διάρκειας παραμονής κατά μία ημέρα τουλάχιστον.
Ειδικότερα, το 2018 η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (ΜΚΔ) του συνόλου των ταξιδιωτών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα, ανήλθε στα 519,6 ευρώ. Δηλαδή σε σύγκριση με το 2005 οπότε βρισκόταν στα 745,7 ευρώ, η ΜΚΔ μειώθηκε κατά -30,3% ή κατά 226,1 ευρώ. Από τη μείωση αυτή τα δύο τρίτα περίπου (63,2%), ή 143 ευρώ, οφείλονται στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής (ΜΔΠ) και το ένα τρίτο, (29%) ή 65,5 ευρώ, στην αλλαγή του μείγματος των αγορών, δηλαδή στο γεγονός ότι έρχονται στην Ελλάδα περισσότεροι τουρίστες από χώρες που έχουν μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα. Το υπόλοιπο περίπου 8% (7,8%), ή 17,5 ευρώ, της πτώσης είναι απευθείας μείωση της μέσης ημερήσιας δαπάνης.
Εάν αναλογιστεί κανείς ότι 100 ευρώ του 2005 είχαν μεγαλύτερη αξία από τα 100 ευρώ του 2018 λόγω του πληθωρισμού, αντιλαμβάνεται πως η μείωση του μέσου εσόδου ανά τουρίστα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Τα παραπάνω στοιχεία εξάγονται από τη νέα μελέτη που εκπόνησε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), στην οποία εξετάζονται οι αιτίες μείωσης της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών στην Ελλάδα, ενώ γίνεται σύγκριση και με τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη των τουριστών στην Ισπανία. Σημειώνεται πως η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη στην Ισπανία (όπως αυτή προσαρμόσθηκε από το ΙΝΣΕΤΕ για να είναι συγκρίσιμη) εκτιμήθηκε σε 600 ευρώ το 2018. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία τα ποσά αυτά της ΜΚΔ αφορούν τη δαπάνη χωρίς το κόστος μετάβασης στη χώρα, δηλαδή το αεροπορικό ή ακτοπλοϊκό εισιτήριο ή τα έξοδα για τη διά ξηράς προσέλευση. Είναι χαρακτηριστικό πως η διαφορά της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (ΜΚΔ) σε Ισπανία και Ελλάδα διευρύνεται από το 2016 στο 2018 κυρίως λόγω της αποκλίνουσας πορείας της (της ΜΚΔ) για τις τρεις κύριες αγορές των δύο χωρών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), ενώ στην Ελλάδα έχει μειωθεί μεταξύ 2016 και 2018, στην Ισπανία έχει αυξηθεί. Εκεί δηλαδή οι ίδιες εθνικότητες δαπανούν υψηλότερα ποσά.
Προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να κλείσει αυτή την ψαλίδα και να αυξήσει την προστιθέμενη αξία από κάθε επισκέπτη χρειάζεται πολλή δουλειά. Ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας εξηγεί πως για να αυξηθεί η κατά κεφαλήν δαπάνη είτε μέσω μεγαλύτερης ημερήσιας δαπάνης είτε μέσω περισσότερων ημερών διαμονής του κάθε επισκέπτη, απαιτείται η «δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναβαθμίζει τη συνολική εμπειρία του επισκέπτη και αφορά όλους τους επιμέρους κρίκους της αλυσίδας αξίας που συνθέτουν το τουριστικό προϊόν». Και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει «αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών με συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, συνένωση δυνάμεων και ευρύτερες συνεργασίες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα είναι αναγκαίο να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των υποδομών για ενεργειακή επάρκεια, καθαριότητα, επαρκή αστυνόμευση, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας, κ.λπ., ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες τόσο των τουριστών όσο και των κατοίκων της χώρας». «Μόνο έτσι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει τη δυναμική του και θα σταθεροποιηθεί σε μια νέα, πιο ώριμη και μακροχρόνια φάση ανάπτυξης», σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.
Το ισπανικό μοντέλο προστιθέμενης αξίας
Οι Ισπανοί στοχεύουν ιδιαίτερα στην αγορά της Ασίας.
Το στρατηγικό σχέδιο marketing της TURESPAÑA για την περίοδο 2018-2020, δηλαδή του ισπανικού οργανισμού τουρισμού, εστιάζει στην προσέλκυση αγορών υψηλότερης δαπάνης, αφενός από μακρινά μέρη –ιδιαίτερα από Ασία– και, αφετέρου, μέσω της λεγόμενης αγοράς cosmopolitan. H στόχευση της αγοράς αυτής έγινε κατεξοχήν στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία και στις ΗΠΑ. Η αγορά cosmopolitan αρέσκεται σε city breaks, shopping, επισκέψεις πολιτιστικού ενδιαφέροντος, γαστρονομία, υπηρεσίες ευεξίας κ.λπ. Η επισήμανση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν εξετάσει κάποιος πώς επηρέασε τα τελευταία χρόνια τα εξεταζόμενα μεγέθη: μεταξύ άλλων, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη της Ισπανίας (όπως αυτή προσαρμόσθηκε από το ΙΝΣΕΤΕ για να είναι συγκρίσιμη) εμφανίζει μια σαφή ανοδική τάση την περίοδο 2016-2018 σε αντίθεση με την αντίστοιχη της Ελλάδας, που σημειώνει πλαγιοκαθοδικές διακυμάνσεις. Στην Ελλάδα, η αξία της στροφής προς αγορές υψηλότερης δαπάνης είναι εμφανέστατη στα στοιχεία των επισκεπτών από τις Ηνωμένες Πολιτείες: Το 2018 οι αφίξεις από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 26,9% από το 2017 και διαμορφώθηκαν στο ένα εκατομμύρια ενενήντα επτά χιλιάδες ταξιδιώτες.
Οι Αμερικανοί είναι πέμπτοι σε πλήθος επισκεπτών στην Ελλάδα, ακολουθώντας τους Βρετανούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Ομως η συνολική και κατά κεφαλήν δαπάνη τους έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο και συγκεκριμένα κατά 27,8%, στο ένα δισεκατομμύριο σαράντα χιλιάδες ευρώ, κατατάσσοντάς τους τρίτους σε συνολική δαπάνη, να έπονται μόνο των Γερμανών και των Βρετανών και υψηλότερα σε κατά κεφαλήν δαπάνη. Η επιστροφή των Αμερικανών στην Ελλάδα θεωρείται μία από τις πλέον ενθαρρυντικές τάσεις της προηγούμενης και της τρέχουσας σεζόν (οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ το πρώτο δίμηνο φέτος σημείωσαν αύξηση κατά 58,3%) αφού έχουν πολύ μεγαλύτερη κατά κεφαλήν δαπάνη από τους υπολοίπους και αποτελούν μια πολύ πολυπληθέστερη αγορά.