Σε συνθήκες απόλυτης επιφυλακής βρίσκονται άπαντες οι υπηρεσιακοί παράγοντες στα υπουργεία Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών, καθώς οι πιθανότητες για ραγδαίες εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα που φέρνει το καλοκαίρι στην Ανατολική Μεσόγειο παραμένουν υψηλότατες. Οι εκλογικές εκκρεμότητες στην Ελλάδα, στην Τουρκία, αλλά και στο Ισραήλ, σε συνδυασμό με την άνοδο της έντασης στον Περσικό, αλλά και την ασταθή εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Αγκυρα, συμβάλλουν στην ανησυχία, καθώς τα σήματα για δραστηριοποίηση των Τούρκων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα πριν από το τέλος του θέρους, εξακολουθούν να επιμένουν. Οι εξελίξεις δεν είναι, εκ των πραγμάτων, γραμμικές και εξαρτώνται σε πολύ σημαντικό βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αποφασίσει να κινηθεί κατά τους επόμενους μήνες, σε μια περίοδο κατά την οποία η τουρκική οικονομία εισέρχεται σε δύσκολες μέρες.
Χρονικά ορόσημα είναι η 29η Ιουνίου, όταν και αναμένεται ότι θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση των δύο προέδρων, Ντόναλντ Τραμπ και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο του G-20 στο Τόκιο, αλλά και ο Ιούλιος, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναμένεται να επισκεφθεί την Αγκυρα. Οι πληροφορίες περί προσπάθειας προσέγγισης, ώστε η προμήθεια S-400 να γίνει κατά το δυνατόν «συμβατή» με τη συνέχιση συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35, δεν είναι απολύτως σαφές αν θα αποδώσει, παρά το γεγονός ότι στηρίζεται από τον Λευκό Οίκο, σε σχεδόν απόλυτη απόκλιση από όσα προωθεί η αμερικανική διοίκηση (Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Πεντάγωνο), βάσει των μακροπρόθεσμων στόχων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αντιθέτως, είναι απολύτως σαφές ότι τον ερχόμενο Νοέμβριο λήγει το όριο επιβολής κυρώσεων με βάση τον νόμο για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής (CAATSA). Εάν η Τουρκία και οι ΗΠΑ δεν έχουν καταλήξει το αργότερο έως τότε σε κάποια φόρμουλα συνεννόησης, το Κογκρέσο θα πιέσει για την επιβολή κυρώσεων. Παρά την προφανή απόκλιση των αμερικανικών και τουρκικών συμφερόντων σε αρκετά σημεία στη Μέση Ανατολή, ουκ ολίγοι έμπειροι παρατηρητές εκτιμούν ότι η ταύτιση του κ. Ερντογάν με το «ανελεύθερο» πρότυπο που επικροτεί και ο κ. Τραμπ, μέσω του Στιβ Μπάνον, στην Ευρώπη, μετατρέπει την Τουρκία σε έναν ακόμη σύμμαχο κατά της φιλελεύθερης αστικής Ευρώπης.
Η Αθήνα παρακολουθεί
Για την Αθήνα υπάρχουν πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα ανησυχίες, όπως αν τελικά η Τουρκία προχωρήσει στον σχεδιασμό σεισμικών ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου, κατά τον μήνα Αύγουστο. Αυτή τη στιγμή δεν είναι σαφές αν η δεδομένη αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα από τις 7 Ιουλίου και έπειτα, τροποποιεί με κάποιο τρόπο και τον σχεδιασμό για αποστολή του «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά και τη γενικότερη αντιμετώπιση της Αγκυρας έναντι της Αθήνας. Τις τελευταίες ημέρες, πάντως, οι Τούρκοι προχώρησαν σε όλες τις προαναγγελθείσες ασκήσεις τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, μάλιστα με τη χρήση υποβρυχίων και μονάδων που ειδικεύονται στην αντιμετώπιση ατυχημάτων που γίνονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αποτελεί ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια ότι στην ευρύτερη περιοχή τέτοιου τύπου, τεχνολογικά εξελιγμένες, δυνατότητες διαθέτει αποκλειστικά και μόνον το τουρκικό ναυτικό.
Παράλληλα, η Αγκυρα προχωρά στον σχεδιασμό της σε σχέση με τις γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια η χρήση της «Rowan Norway», μιας ξένων συμφερόντων (με έδρα το Λονδίνο) πλωτής πλατφόρμας για γεωτρήσεις εντός των τουρκικών χωρικών υδάτων. Αναμένεται αν οι Τούρκοι θα προλάβουν να στείλουν στην Ανατολική Μεσόγειο και τρίτο πλωτό γεωτρύπανο (τουρκικής ιδιοκτησίας αυτή τη φορά), το «Γιαβούζ», πριν από τις εκλογές της 23ης Ιουνίου για τον δήμο της Κωνσταντινούπολης ή θα κρατήσουν το συγκεκριμένο «χαρτί» για αργότερα μέσα στο καλοκαίρι. Το κόμμα του κ. Ερντογάν δεν απουσιάζει από το εθνικιστικό προεκλογικό παιχνίδι. Δημοσίως, στελέχη του ΑΚΡ, αλλά και πρόσωπα που βρίσκονται κοντά στο προεδρικό περιβάλλον, ζητούν ανακήρυξη αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και κατασκευή μεγάλης ναυτικής βάσης στα Κατεχόμενα. Το δεύτερο αίτημα φαίνεται ότι δεν αποκλείεται να προχωρήσει, ωστόσο το πρώτο θα αποτελούσε πρωτοφανή κλιμάκωση και, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, δεν μπορεί να θεωρείται πιθανόν. Οι ιδέες που κυκλοφορούν δεν είναι, πάντως, κατ’ ανάγκην στηριγμένες σε εισηγήσεις, αλλά και σε αποφάσεις που φαίνεται ότι συζητιούνται πολύ ρεαλιστικά. Οπως, η τοποθέτηση των ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 στα νότια παράλια της Ανατολίας, απέναντι δηλαδή από την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θεωρείται ο κρίσιμος κρίκος που συνδέει την Ελλάδα με το Ισραήλ, χώρες που και οι δύο διάκεινται –κατά την τουρκική αντίληψη– εχθρικά έναντι της Τουρκίας.
Η Λευκωσία παρακολουθεί όλη αυτή την κινητικότητα με εύλογη ανησυχία και προσπαθεί από την πλευρά της να θωρακιστεί έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά και να διεθνοποιήσει τις θέσεις της. Σε μια κίνηση αναλογική προς την τουρκική, το πρωί της Παρασκευής κλήθηκαν στο υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας οι πρέσβεις όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. που βρίσκονται στη Λευκωσία για να ενημερωθούν από τον γενικό διευθυντή Τάσο Τζιώνη για τα αποτελέσματα των τουρκικών απειλών, εφόσον αυτές πραγματοποιηθούν, εις βάρος της Κύπρου. Η κυπριακή διπλωματία εστιάζει ιδιαιτέρως στα δύο πιο ακραία περιστατικά, την αποστολή του «Φατίχ» εντός της ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και τα περιστατικά του Φεβρουαρίου 2018 που οδήγησαν στον ναυτικό αποκλεισμό του οικοπέδου 3 της κυπριακής ΑΟΖ από το τουρκικό ναυτικό. Η διεξαγωγή, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, ασκήσεων πολλαπλών σεναρίων με πολυεθνική συμμετοχή στο έδαφος, στον αέρα και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναδεικνύουν τον αποτελεσματικό μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της Λευκωσίας, αλλά και την προθυμία των Ευρωπαίων εταίρων, Αμερικανών και των Ισραηλινών, να διατηρήσουν, έστω και συμβολικά, τη στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή.
Η «αμοιβαιότητα» του Τούρκου προέδρου
Η παράτολμη απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προχωρήσει σε νέες εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, αψηφώντας τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οδήγησε πολλούς στην εκτίμηση ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας, μετρ του σκληρού πολιτικού παιχνιδιού, έχει πλέον χάσει μέρος της δυνατότητάς του να αναγιγνώσκει το τερέν επί του οποίου κινείται. Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες, ελέω και της έντονης διπλωματικής κινητικότητας που παρατηρείται σε σχεδόν διαπροσωπικό επίπεδο, ανάμεσα στον ίδιο και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αρχίζει να καλλιεργείται η εκτίμηση ότι ο κ. Ερντογάν απλά «ανεβάζει» τον πήχυ των διαπραγματεύσιμων χαρτιών του και παραμένει προσκολλημένος στην αρχή που χαρακτηρίζει όλη του τη διπλωματική τακτική: αυτή της αμοιβαιότητας (αρκετοί ξένοι διπλωμάτες περιγράφουν τον κ. Ερντογάν ως συνώνυμο της λέξης «reciprocity»). Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο κ. Ερντογάν επανέλαβε ότι η Τουρκία παραμένει προσηλωμένη στην προσπάθειά της να εισέλθει στην Ε.Ε., ενώ την ίδια στιγμή έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας τόσο με τη Μόσχα όσο –όπως φαίνεται– και με τον κ. Τραμπ.
Οι κινήσεις του κ. Ερντογάν υπαγορεύονται και από τη ραγδαία επιδεινούμενη εικόνα της τουρκικής οικονομίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2019, η τουρκική οικονομία συρρικνώθηκε με ρυθμό 2,6%, ενώ αθροιστικά από τα τέλη του 2017 έως σήμερα, η λίρα έχει χάσει το 36% της αξίας της έναντι του δολαρίου. Σε αυτό το ατελείωτο «παζάρι» θα εισέλθει εκ των πραγμάτων η επόμενη κυβέρνηση, όχι κατ’ ανάγκην λόγω του κ. Ερντογάν, αλλά των εκκρεμοτήτων που μένουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τους τελευταίους μήνες έχει ξεκινήσει έντονα η συζήτηση για πιθανή αναθέρμανση των συζητήσεων για το Κυπριακό, ενδεχομένως και την Ανατολική Μεσόγειο συνολικότερα. Στην παρούσα φάση, με ένα τουρκικό γεωτρύπανο και απειλές για δεύτερο, μέσα στην κυπριακή ΑΟΖ, είναι απολύτως σαφές ότι τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει. Ωστόσο, αν Ουάσιγκτον και Αγκυρα καταλήξουν σε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, τα χαρακτηριστικά του οποίου μόνο ο Τραμπ και ο Ερντογάν μπορεί να ξέρουν, είναι πιθανόν οι εξελίξεις να λάβουν εντελώς διαφορετική τροπή.