O ένας στους τρεις Ελληνες, περίπου, βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό που διατηρεί την Ελλάδα στην ίδια ομάδα χωρών με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και σε πολύ χειρότερη θέση από τη Φινλανδία και την Τσεχία.
Στην ίδια κατηγορία τοποθετείται, εξάλλου, η Ελλάδα και στην κατάταξη των χωρών με βάση τα ποσοστά του πληθυσμού με υλική στέρηση, ενώ κάπως καλύτερες είναι οι συγκριτικές επιδόσεις της ως προς τα ποσοστά οικονομικής ανισότητας.
Τα σχετικά στοιχεία της EΛΣΤΑΤ, που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα για τις επιδόσεις της χώρας στους κοινωνικούς αυτούς δείκτες, εμφανίζουν κάποια βελτίωση τα τελευταία χρόνια, καθώς η χώρα άρχισε να βγαίνει από τη βαθιά κρίση, αλλά παραμένουν αποκαρδιωτικά για τις συνολικές επιδόσεις της, ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επικέντρωσε την οικονομική της πολιτική σε αυτούς τους τομείς, μέσω των κοινωνικών μερισμάτων.
Ειδικότερα, το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2017 ήταν 31,8% (3.348.500 άτομα) έναντι ποσοστού 34,8% το 2016. Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην κατηγορία αυτή ανήκει ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή με υλικές στερήσεις (δηλαδή πληθυσμός που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών) ή που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Σύμφωνα με τον πιο στενό ορισμό του κινδύνου φτώχειας, στον οποίο περιλαμβάνονται τα άτομα με εισόδημα χαμηλότερο του 60% του εθνικού διαμέσου εισοδήματος, το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν σε κίνδυνο φτώχειας το 2017 ήταν 23,2%, ενώ μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικό μέρισμα, κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, ΕΚΑΣ, επίδομα θέρμανσης κ.λπ.) αυτό περιορίζεται σε 18,5% του πληθυσμού.
Σημειώνεται ότι το κατώφλι της φτώχειας είναι 4.178 ευρώ ετησίως ανά άτομο και 9.908 ευρώ ετησίως για νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα τέκνα ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέσο διαθέσιμο εισόδημα της χώρας εκτιμήθηκε σε 15.556 ευρώ.
Από τη μέτρηση της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση του πληθυσμού, εξάλλου, προκύπτει ότι το 51,4% των νοικοκυριών δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια έκτακτη αλλά αναγκαία δαπάνη, το 50,7% δεν μπορεί να πληρώσει μία εβδομάδα διακοπών, το 22,9% δεν είναι σε θέση να απολαμβάνει ικανοποιητική θέρμανση και το 11,8% στερείται στη διατροφή του. Επίσης, το 43,7% δυσκολεύεται να πληρώσει τις δόσεις των πιστωτικών καρτών ή των δανείων του, το 32,9% τους πάγιους λογαριασμούς του και το 29,3% το ενοίκιό του.
Συνολικά, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με υλικές στερήσεις ανέρχεται σε 16,7%, από 21,1% το 2017, αλλά και από μόλις 11,2% το 2008. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη υψηλότερη θέση στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ο δείκτης οικονομικής ανισότητας, τέλος, είναι 5,5, που σημαίνει ότι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Ο δείκτης είναι μειωμένος κατά 0,5 μονάδες σε σχέση με το 2017. Η Ελλάδα κατατάσσεται σε λίγο καλύτερη θέση από τη Βουλγαρία (7,7) , τη Ρουμανία (7,2) και τη Λετονία (6,8).
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος εξέδωσε ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ετήσιο εισόδημα της μεσαίας τάξης αυξήθηκε κατά 680 ευρώ την περίοδο 2015-2017, ενώ είχε μειωθεί τα πρώτα χρόνια της κρίσης (2011-1014) κατά 5.258 ευρώ.