Οψιμα, όπως γίνεται συνήθως, ακούγονται πολλές φωνές για την κακή πορεία της φετινής τουριστικής σεζόν. Υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που από νωρίς θέταμε τον πήχυ χαμηλά και προειδοποιούσαμε για μια χρονιά διαφορετική από τις προηγούμενες, σε ό,τι έχει να κάνει με τις αφίξεις, που, μέχρι πρότινος, φάνταζαν ως ο απόλυτος δείκτης ευημερίας για τον κλάδο της φιλοξενίας. Τι κι αν γινόταν προσπάθεια να περάσει ένα μήνυμα ότι οι αφίξεις αποτελούν έναν και μόνο δείκτη του κοινώς αποκαλούμενου τουρισμού, και μάλιστα όχι τον σημαντικότερο. Δυστυχώς, στα μέσα της τουριστικής σεζόν επιβεβαιώνεται ότι η φετινή χρονιά θα είναι χρονιά μειωμένων αφίξεων, μειωμένων εσόδων, μειωμένων διανυκτερεύσεων και βέβαια στο τέλος, που θα μετρηθεί στο σύνολό της, η οικονομία της φιλοξενίας θα αφήσει πολλούς δυσαρεστημένους, και όχι μόνον ξενοδόχους. Και αυτό γιατί κανείς ουσιαστικά δεν δέχεται με τρόπο κατηγορηματικό και απολύτως τεχνοκρατικό ότι ο κλάδος της φιλοξενίας στηρίζει το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και εξαρτάται από αυτήν.
Η οικονομία της φιλοξενίας αποτελεί αυτήν τη στιγμή το μεγαλύτερο επιχειρηματικό οικοσύστημα στην Ελλάδα και οι περισσότερες τοπικές οικονομίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν. Επαγγέλματα που κατ’ αρχάς μοιάζουν ασύνδετα με την παροχή των υπηρεσιών τουρισμού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αλυσίδας και δεν είναι τυχαίο ότι η συνολική οικονομία πολλών περιφερειών της χώρας εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από τον τουρισμό σε επίπεδα της τάξης του 80%. Η καταγεγραμμένη συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας αγγίζει το 20% και με κατάλληλες πολιτικές αυτή η συμβολή μπορεί να μεγιστοποιηθεί. Στο μεταξύ, βιώνουμε μια απαιτητική τουριστική σεζόν, χωρίς την απαραίτητη στήριξη από το κράτος, αλλά και από το ακέφαλο υπουργείο μας. Και παρότι η οικονομία της φιλοξενίας αποτελεί την κύρια εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας, λίγη σημασία έχει δοθεί σε αυτήν τα τελευταία χρόνια, εν μέσω μάλιστα μιας περιόδου όπου η Ευρώπη βιώνει βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση.
Ας μη γελιόμαστε, η Ευρώπη δεν φαίνεται να διάγει τις καλύτερες τις ημέρες και σίγουρα δεν επιθυμεί μια Ελλάδα «βαρίδι». Αλλά και εμείς, ως χώρα εξαρτημένη από το μοντέλο της φιλοξενίας, δεν θέλουμε να είμαστε ξανά στα πρωτοσέλιδα της Ευρώπης για τους λάθος λόγους. Φαντάζει δε απίθανο να μπορέσει η Ελλάδα να χτίσει την αξιοπιστία της στο σημερινό οικοδόμημα. Οφείλει να αναγνωρίσει τα μείζονα ζητήματα όπως αυτά περιγράφονται στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να τα αναδείξει μέσα από συγκεκριμένες δράσεις. Η βιωσιμότητα, που αποτελεί πλέον κύριο ζητούμενο, δεν είναι απλώς στην κορυφή της ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι και από τη φύση της ο συνδετικός ιστός μεταξύ της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και βέβαια του ανθρώπου. Η οικονομία της φιλοξενίας δε είναι ο κύριος εκφραστής αυτής της ισορροπίας μεταξύ της κοινωνίας, της επιχείρησης και περιβάλλοντος και εντέλει του ανθρώπου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για αναπτυξιακή πολιτική που σέβεται το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής και είναι πραγματικά υποχρέωση που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας, αλλά και στα παιδιά μας. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε ένα περιβάλλον που καταρρέει δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Γιατί τουρισμό σε ένα βιασμένο περιβάλλον δεν κάνει κανείς. Ούτε και μπορείς να χτίσεις ένα μοντέλο φιλοξενίας σε μια κατακερματισμένη και αποδομημένη κοινωνία.
Διανύοντας μία από τις πιο σημαντικές προεκλογικές περιόδους των τελευταίων χρόνων, είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη οι εξαγγελίες για ανάπτυξη και προσέλκυση νέων επενδύσεων να μη μείνουν μόνο στα χαρτιά. Διαβάζοντας τα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων, παρατήρησα ότι το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας διαφέρει σε κάτι ουσιαστικό σε σχέση με τα παρελθόντα έτη. Αυτό είναι η αναγνώριση των συσχετισμών μεταξύ όλων των κλάδων της οικονομίας, αλλά και όλων όσων συνεισφέρουν σε ένα υγιές οικονομικό περιβάλλον, περιλαμβανομένων των εργαζομένων, των εργοδοτών, της τροφοδοτικής αλυσίδας αλλά και του δημοσίου τομέα. Μια τέτοια τεχνοκρατική ανάλυση ήταν απαραίτητη για να καταλάβουμε όλοι ότι η οικονομία μας είναι οικονομία αλληλεπιδράσεων και συσχετισμών και κανείς δεν περισσεύει στον αγώνα που φαίνεται ότι πρέπει να δώσουμε για να κλείσει οριστικά ο κύκλος της απαξίωσης της Ελλάδας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τα 9.500 ξενοδοχεία της Ελλάδας, τα 8.500 είναι κάτω των 50 δωματίων. Μιλάμε για μικρές επιχειρήσεις που έχουν «γονατίσει» από τη συνεχή φορολόγηση και τις εισφορές που καλείται να πληρώσει ο κλάδος, σε συνδυασμό και με την άνοδο της οικονομίας του διαμοιρασμού, η οποία δεν έχει οριοθετηθεί και ελεγχθεί επιτυχώς ακόμα, τόσο οικονομικά όσο και λειτουργικά. Η επόμενη κυβέρνηση πιστεύουμε ότι θα δώσει στον κλάδο τη θέση που του αξίζει, όπως γίνεται στις γειτονικές χώρες, και θα αναγνωρίσει ότι η οικονομία του αποτελεί την κύρια εξαγωγική δραστηριότητα της Ελλάδας.
Ηρθε η ώρα να αντιληφθούμε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, και με συγκροτημένες πολιτικές αλλά και στρατηγική να τα αναδείξουμε έχοντας πάντα ως γνώμονα το περιβάλλον, την κοινωνική συνοχή αλλά και την αναγκαιότητα της ορθολογικής αντιμετώπισης του κυρίου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, αυτού της φιλοξενίας. Είναι ώρα ευθύνης συλλογικής και όχι απόδοσης ευθυνών και διχαστικών δηλώσεων και πολιτικών. Στη φιλοξενία άλλωστε ποτέ δεν τίθεται θέμα «εσείς κι εμείς», μια ρητορική που μας πήγε αρκετά πίσω και πρέπει να μπει στο χρονοντούλαπο για τα καλά. Η φιλοξενία αγγίζει όλα τα παραγωγικά επαγγέλματα και όλη την κοινωνία ισόρροπα και με την εξωστρέφεια που αξίζει στην Ελλάδα. Η Ελλάδα πρέπει να γίνει η εμπειρία που υπόσχονται η ιστορία της, ο πολιτισμός της και η ανεξάντλητη ομορφιά της.
* Διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Aldemar.