Το κυβερνητικό σχέδιο για τις νέες ατομικές επικουρικές συντάξεις όλων όσοι ασφαλιστούν για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 2021 και μετά, περιέγραψε χθες, κατά την επίσημη πρώτη συνεδρίαση της «Επιτροπής Σοφών», που έχει αναλάβει το δύσκολο έργο της μετάβασης σε έναν πλήρως κεφαλαιοποιητικό δεύτερο πυλώνα ασφάλισης, ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Νότης Μηταράκης. Το πόρισμα των ειδικών θα πρέπει να ολοκληρωθεί έως τις 4 Οκτωβρίου, με στόχο το σχέδιο νόμου για τις νέες επικουρικές συντάξεις να τεθεί σε διαβούλευση και να ψηφιστεί έως το τέλος του έτους.
Σύμφωνα με όσα περιέγραψε ο κ. Μηταράκης στα στελέχη της κοινωνικής, επαγγελματικής και ιδιωτικής ασφάλισης που απαρτίζουν την ομάδα εργασίας, πέντε είναι οι μεγάλες αλλαγές που περιλαμβάνει το προωθούμενο σχέδιο νόμου.
Η πρώτη αφορά τον διαχωρισμό παλαιών και νέων ασφαλισμένων. Οι παλαιοί, όσοι δηλαδή είναι σήμερα συνταξιούχοι ή ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ, δεν θα υποστούν καμία αλλαγή. Το νέο σύστημα θα αφορά όσους εισέλθουν στην αγορά εργασίας και πρωτοασφαλιστούν από 1/1/2021 και μετά. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, μάλιστα, ζητήθηκε από τους ειδικούς να εξετάσουν το ενδεχόμενο να μπορούν να ενταχθούν στο νέο σύστημα και παλαιοί ασφαλισμένοι μη μισθωτοί, που μέχρι σήμερα δεν έχουν δικαίωμα ή δεν έχουν επιλέξει εθελοντικά την επικουρική ασφάλιση. Από το 2021 και μετά, η επικουρική ασφάλιση θα είναι υποχρεωτική για όλους τους νέους ασφαλισμένους, είτε είναι μισθωτοί είτε όχι. Για να μην επιβαρυνθούν, δε, με πολύ υψηλές εισφορές οι ελεύθεροι επαγγελματίες – αυτοαπασχολούμενοι, εξετάζεται το ενδεχόμενο να καταβάλλουν εισφορές αντίστοιχες με αυτές που καταβάλλουν οι εργοδότες.
Για όλους τους υπόλοιπους, το ύψος των εισφορών θα παραμείνει ίδιο. Η διαφορά, και κατά συνέπεια η δεύτερη προωθούμενη αλλαγή, έγκειται στο γεγονός ότι οι εισφορές των νεοασφαλισμένων εργαζομένων δεν θα χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των σημερινών επικουρικών συντάξεων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατομικό «κουμπαρά» του κάθε ασφαλισμένου.
Η τρίτη αλλαγή αφορά τη δυνατότητα του ασφαλισμένου να συνδιαμορφώνει με τις αποφάσεις του το ύψος του ατομικού του λογαριασμού. Οπως περιέγραψε ο κ. Μηταράκης, κάθε νέος ασφαλισμένος θα έχει τον ατομικό του λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ, το οποίο θα αναμορφωθεί και θα αναβαθμιστεί προκειμένου να διαχειρίζεται τη νέα επικουρική, παραμένοντας ταυτόχρονα και ο δημόσιος πάροχος επενδυτικής στρατηγικής. Εναλλακτικά, οι ασφαλισμένοι, με ατομική τους δήλωση, θα μπορούν να επιλέξουν άλλον επενδυτικό φορέα, μεταξύ λίστας αδειοδοτημένων και πιστοποιημένων φορέων και επαγγελματικών ταμείων. Η εποπτεία και ο έλεγχος του συστήματος ανατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Δυνατότητα επιλογής δίνεται και στην επενδυτική στρατηγική που θα ακολουθήσει ο ασφαλισμένος. Η κυβέρνηση, πάντως, εκτιμά πως ο τελικός λογαριασμός θα βγάζει επικουρικές συντάξεις σημαντικά υψηλότερες από τις σημερινές.
Η τέταρτη αλλαγή αφορά τη δυνατότητα επιλογής του είδους της παροχής, αν δηλαδή θα είναι εφάπαξ καταβολή ή μηνιαία σύνταξη ή ακόμη και ένα μείγμα μεταξύ των δύο. Αντίστοιχη ευελιξία θα υπάρχει και στην ηλικία λήψης της νέας επικουρικής, καθώς ζητήθηκε από τους ειδικούς να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αποσυνδεθεί η προϋπόθεση λήψης κύριας σύνταξης από την καταβολή της επικουρικής.
Η πέμπτη αλλαγή αφορά το κόστος μετάβασης από το παλαιό σύστημα στο νέο. Οπως επισήμανε ο κ. Μηταράκης, ήδη έχει ζητηθεί από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή η εκτίμηση του κόστους για το ΕΤΕΑΕΠ κατά τα επόμενα 30 χρόνια.
Κατά τον πρώτο χρόνο, εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν επιπλέον περί τα 100 εκατ. ευρώ για την πληρωμή των παλαιών συντάξεων. Στην πλήρη ανάπτυξη του συστήματος, σε 40 χρόνια, το σωρευτικό κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ. Ωστόσο, ο κ. Μηταράκης εκτίμησε ότι είναι απολύτως διαχειρίσιμο και ότι η μετάβαση θα χρηματοδοτηθεί από την αποκλιμάκωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών, τα αποθεματικά του ΕΤΕΑΕΠ, τον κουμπαρά του ΑΚΑΓΕ, ακόμη και από τον κρατικό προϋπολογισμό, εφόσον χρειαστεί.