Συγκλονιστική ιστορία βιασμού και αιμομιξίας!

Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα συζητήθηκε χθες η πολύκροτη αγωγή μιας κατοίκου της Ρόδου και του γιου της κατά του αδελφού και θείου τους, αντίστοιχα, ο οποίος φέρεται ως ο πρωταγωνιστής μιας αρρωστημένης υπόθεσης βιασμού και αιμομιξίας, που κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό στο στενό περιβάλλον της οικογένειας.
Όπως έγραψε η “δ”, η υπόθεση αποκαλύφθηκε μετά από έρευνα ενός 50χρονου σήμερα, κατοίκου Βόλου, ο οποίος αναζήτησε και φέρεται να βρήκε τους φυσικούς του γονείς, όταν τις τελευταίες στιγμές της ζωής του θετού πατέρα του, πληροφορήθηκε ότι ήταν φυσικό τέκνο Ροδιτών.
Ο 50χρονος, κάτοικος Βόλου, κατά το έτος 2009, λίγο πριν το θάνατο του θετού του πατρός και κατά τις τελευταίες του στιγμές πληροφορήθηκε συγκεκριμένα ότι υιοθετήθηκε από αυτόν και την γυναίκα του και ότι οι πραγματικοί του γονείς βρίσκονται στη Ρόδο. Ενώ ήταν σε ηλικία 46 ετών, ξεκίνησε επίμονο αγώνα προκειμένου να ανεύρει τους φυσικούς του γονείς. Αναζήτησε την πραγματική του μητέρα, την οποία βρήκε τελικά στη Ρόδο και ήρθε σε επικοινωνία μαζί της. Όπως αναφέρεται στην αγωγή, ούτε εκείνη εγνώριζε την ύπαρξή του, αφού όταν τον γέννησε σε ηλικία μόλις 15 ετών, της είπαν στο νοσοκομείο, όπου την πήγε η μητέρα της ότι γεννήθηκε νεκρός. Μετά την τραγική αυτή αποκάλυψη, η μητέρα του του εξιστόρησε όλη την αλήθεια, η οποία του προκάλεσε ακόμα τραγικότερο σοκ, αφού διαπίστωσε τελικά ότι όχι μόνο ήταν υιοθετημένος από τα τρία του χρόνια, αλλά επιπλέον ότι είναι ο γόνος εγκλήματος βιασμού και αιμομιξίας της μητέρας του από τον αδελφό της.
Του αποκάλυψε η μητέρα του συγκεκριμένα ότι ο αδελφός της, όταν αυτή ήταν σε ηλικία 14 ετών, την βίασε και την κατέστησε έγκυο.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, η μητέρα της διέδιδε στην κλειστή κοινωνία του χωριού, όπου κατοικούσαν, ότι η κόρη της έμεινε έγκυος από έναν στρατιώτη, που υπηρετούσε εκεί και σκόπευε να την παντρευτεί, κρατώντας εφτασφράγιστο το μυστικό, με αποτέλεσμα να ζει η μητέρα του στον κόσμο της απόλυτης σιωπής, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει ή να υπερασπίσει τον εαυτό της, αφού ζούσε σε άθλιες συνθήκες της μικρής κλειστής κοινωνίας του χωριού της δεκαετίας 1960-1970.
Η μητέρα του υποστηρίζει στην ίδια αγωγή ότι ο εναγόμενος αδελφός της είναι αποκλειστικός υπαίτιος όλων των παραπάνω εγκλημάτων, τα οποία προξένησαν την καταστροφή του ψυχικού κόσμου, τόσο του δικού της από την εφηβική ήδη ηλικία της, όσο και του παιδιού που έφερε στον κόσμο, κάτω από τις περιγραφείσες τραγικές συνθήκες, που δεν τις χωράει η λογική, που δεν τις αντέχει το συναίσθημα, που δεν τις συγχωρεί ο ανθρώπινος οργανισμός.
Παρόντες στη χθεσινή διαδικασία ήταν οι δύο ενάγοντες, μάνα και γιός. Ο τελευταίος μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, απευθυνόμενος στο δικαστήριο επιτέθηκε στον εναγόμενο, ζητώντας από το δικαστήριο, να διατάξει τη διενέργεια έρευνας DNA για να διαπιστωθεί εάν πράγματι είναι ο πατέρας του.
Η δίκη ξεκίνησε με τη λήψη κατάθεσης από ένα φίλο και εργοδότη του ενάγοντος. Πρόκειται για έναν κάτοικο Βόλου ο οποίος είναι και συγκάτοικός του και σύμφωνα με την κατάθεσή του γνωρίζει από πρώτο χέρι το τι ακριβώς συνέβη.
Αφού επιβεβαίωσε την κύρια βάση της αγωγής ο συγκεκριμένος μάρτυρας εξέπληξε, καταθέτοντας ότι ο εναγόμενος σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ενάγοντα μετά τα όσα του είχε αποκαλύψει η μητέρα του με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο είχε ομολογήσει το έγκλημα χωρίς να δείξει μεταμέλεια ή διάθεση να τον δεχτεί ως παιδί του.
Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος δεν είχε σχέσεις με την ενάγουσα αδελφή του.
Από την άλλη ο γιος του εναγόμενου, που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισής του, διέψευσε ότι τα δύο αδέλφια είχαν κακές σχέσεις και υποστήριξε ότι πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς που έχουν αναστατώσει όλη την οικογένεια.
Ο καταγγελλόμενος, με τις προτάσεις του αρνήθηκε εξάλλου τα όσα του αποδίδονται. Ισχυρίζεται ότι η εγκυμοσύνη της αδελφής του προήλθε από μια περιστασιακή σχέση με κάποιον στρατιώτη. Ο καταγγελλόμενος υποστηρίζει ότι η αδελφή του παρέμεινε στο νοσοκομείο με το παιδί οκτώ ημέρες από την ημερομηνία γεννήσεώς του, δηλαδή την 15η Φεβρουαρίου 1963 και ότι καμία απολύτως ιδιαίτερη επαφή, πολλώ μάλλον σαρκική ιδιαίτερα με το χαρακτήρα του βιασμού δεν είχε με την αδελφή του. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι από το έτος 1962, όταν ήταν 17 ετών μέχρι και λίγο χρόνο πριν την επίδοση της αγωγής, δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα στη σχέση τόσο με την αδελφή του, όσο και με τα αδέλφια και τους γονείς τους.
Τονίζει παραπέρα ότι ο ισχυρισμός της εβιάσθη δικονομικά ότι είναι αδύνατον να αξιολογηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού παρήλθε ο τριπλάσιος σχεδόν χρόνος παραγραφής αυτής της κολασίμου πράξεως από το χρόνο τελέσεώς της και ουδέποτε καταγγέλθηκε έστω καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την αδελφή ή τους γονείς τους.
Τους ενάγοντες εκπροσωπεί η δικηγόρος κ. Χ. Ματσίγκου και τον εναγόμενο ο δικηγόρος κ. Δ. Ράπτης.