Αμεσα αναγκαία χαρακτηρίζεται η αποκατάσταση της φορολογικής ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος και της ορθολογικής ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων, καθώς και ο σχεδιασμός και η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού εθνικού στρατηγικού σχεδίου για τον τουρισμό, «ενόψει και της παρατηρούμενης κάμψης της ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών από τις παραδοσιακές αγορές μας», σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με τίτλο: «Η ελληνική οικονομία: ανάπτυξη και οικονομική πολιτική μετά την έξοδο από τα μνημόνια».
Στην ίδια κατεύθυνση συντείνουν και οι προβλέψεις για συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της Ευρωζώνης και των σημαντικότερων αγορών μας, συμπληρώνει το ΙΝΣΕΤΕ. Εκτιμάται επίσης πως «ο τουρισμός, έχοντας επιτύχει αξιοσημείωτη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της κρίσης, συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό κατ’ αρχάς στον περιορισμό της και στη συνέχεια στην επάνοδο της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η πορεία αυτή συνοδεύτηκε και από αντίστοιχα μεγάλη αύξηση της απασχόλησης». Ενδεικτικά, το ΙΝΣΕΤΕ υπολογίζει πως ο εισερχόμενος τουρισμός την δεκαετία 2009-2018 προσέφερε περίπου 125 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία ενώ η συντριπτική πλειονότητα από τα 230 εκατομμύρια επισκέπτες της χώρας αποκόμισαν θετικές εμπειρίες, σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν «εύκολος στόχος» για πολλά ΜΜΕ. Τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό αυξήθηκαν κατά περίπου 50% από το 2012 έως το 2018, ενώ η απασχόληση στον τουρισμό μεταξύ 2009 και 2018 αυξήθηκε κατά 12,7%, σε αντίθεση με τους λοιπούς κλάδους της οικονομίας όπου η απασχόληση την ίδια περίοδο κατέγραψε μείωση κατά 18,2%. Εξάλλου, στην έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ προτάσσεται η «ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου πακέτου οικονομικής πολιτικής, με εφαρμογή του στην τριετία 2019-2021, που θα περιλαμβάνει ένα εκλογικευμένο σύνολο μέτρων μείωσης της υπερφορολόγησης και αύξησης των αναπτυξιακών και κοινωνικών δαπανών».
Σημειώνεται, επίσης, ότι η βασική προϋπόθεση για να γίνει εφικτός και βιώσιμος ο στόχος της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να διακινδυνεύσουν τα επιτεύγματα της χώρας, είναι η αλλαγή προς το θετικό των παραμέτρων της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και κυρίως το εκτιμώμενο κόστος δανεισμού και ο προσδοκώμενος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με την έκθεση του ινστιτούτου, με αυτό το πακέτο είναι πιθανό η ανάπτυξη το 2020 να υπερβεί –υπό προϋποθέσεις– το 3% και τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης να αυξηθούν κατά ποσοστό υψηλότερο του 2,3%, παρά τη μείωση της υπερφορολόγησης. Αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε με ασφάλεια σε πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης το 2020 υψηλότερο και πάλι του 3,6% του ΑΕΠ, ακόμη και με σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου των φορέων της γενικής κυβέρνησης και με αύξηση των κοινωνικών δαπανών που θα οδηγούσαν σε αύξηση των πρωτογενών δαπανών γενικής κυβέρνησης το 2020 στο 2,2%.