Στην προσεχή συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου θα αναβιώσει η πολύκροτη υπόθεση της οικονομικής διαχείρισης της Δημοτικής Επιχείρησης Συγκοινωνιών “ΡΟΔΑ”.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθίσουν οι κ.κ. Δ. Σπαθάρας, πρώην λογιστής και Π. Καστρουνής, πρώην διευθυντής της Δημοτικής Επιχείρησης, στους οποίους έχει επιβληθεί πρωτοδίκως ποινή κάθειρξης 8 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα.
Οι ανωτέρω κρίθηκαν συγκεκριμένα ένοχοι υπεξαίρεσης και απιστίας εις βάρος της επιχείρησης και για απάτη εις βάρος του προμηθευτή κ. Γ. Ρούσσου, ενώ απηλλάγησαν από τις κατηγορίες της εκβίασης και της απάτης με υπολογιστή. Το δικαστήριο είχε κρίνει αθώους για το αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ίδιας επιχείρησης κ.κ. Δ. Ασβέστη, Μ. Βούη, Γ. Τσιγάρο, Γ. Μαντάλη, Μ. Μέντο, Λ. Μηναϊδη, Ι. Παναγέα, Δ. Μοσχογιάννη και Δ. Κοκκάρη.
Το οξύμωρο στην πρωτόδικη δίκη ήταν ότι μάρτυρες κατηγορίας των κ.κ. Σπαθάρα και Καστρουνή ήταν συγκατηγορούμενοί τους, που αθωώθηκαν. Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου οι μάρτυρες αυτοί απαγορεύεται να καταθέσουν σύμφωνα με adhoc αποφάσεις του Αρείου Πάγου που θέτουν τέτοιο περιορισμό. Ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων κ. Μ. Κουτσούκος κατέστησε χθες σαφές ότι αν οι πρώην συγκατηγορούμενοί τους έχουν κλητευθεί ως μάρτυρες η κλήτευσή τους είναι άκυρη.
Οπως έγραψε η «δ», οι κκ Σπαθάρας και Καστρουνής κατηγορήθηκαν για το ό,τι στο χρονικό διάστημα από το έτος 2001 μέχρι και την 22-7-2004, ενεργώντας από κοινού, αφού πλήρωναν με μετρητά τον προμηθευτή κ. Γ. Ρούσσο παρακρατούσαν χρηματικό ποσό που ανερχόταν κάθε φορά σε ποσοστό 20% επί της καθαρής αξίας εκάστου τιμολογίου – δελτίου αποστολής που εξέδιδε.
Φέρονται συγκεκριμένα να παρακράτησαν 15.241,37 ευρώ από 11 τιμολόγια – δελτία αποστολής του προμηθευτή και συνολικά σε σύνολο συναλλαγών ύψους 495.033,29 ευρώ με τον ίδιο προμηθευτή το ποσό των 99.006,66 ευρώ. Από την άλλη οι υπόλοιποι κατηγορήθηκαν για παράτυπη απευθείας προμήθεια 3 μεταχειρισμένων λεωφορείων, 2 μικρολεωφορείων και ενός τουριστικού λεωφορείου.
Ο κ. Σπαθάρας στην απολογία του αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες ισχυριζόμενος ότι πίεζε τον κ.Ρούσσο για να δίνει χαμηλές τιμές στην επιχείρηση και να εκδίδει τιμολόγια. Υποστήριξε ότι υπήρξε αδυναμία πληρωμής λόγω έλλειψης ρευστότητας τα έτη 2003 και 2004 και ότι τον Ιούλιο του 2004 του είχε δοθεί εντολή για την καταβολή των οφειλομένων στον Ρούσσο και με μεταχρονολογημένες επιταγές, πράγμα που δεν δεχόταν ο ίδιος. Η επιστολή που του παρέδωσε, όπως είπε, κακώς είχε ερμηνευτεί ως διακανονισμός της «μίζας» καθώς με αυτή σκόπευε να τον εξαναγκάσει να δεχτεί τις επιταγές και να κρατήσει, ως μέσο πίεσης για να συνεχίσει τις προμήθειες, δύο εξ ́αυτών.
Ο κ. Κουτσούκος ανέδειξε ότι υφίσταται αντίφαση στο κατηγορητήριο αφού για να αιτιολογηθεί το αδίκημα της εκβίασης για το οποίο κατηγορούνται οι εντολείς του φέρεται να έχει ζημιωθεί με το ως άνω ποσό ο κ. Ρούσσος και όχι τελικώς η ΔΕΣ ΡΟΔΑ ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα αδικήματα.