Με την υπ’ αριθμ. 187/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου έγινε δεκτή η αγωγή, που άσκησαν δύο κάτοικοι Νοτίου Αφρικής, κατά συστημικής τράπεζας και ανώνυμης εταιρείας – παραρτήματος της ίδιας, λόγω υπαιτιότητάς τους στην πραγματοποίηση εμβάσματος στην Μπαγκόνγκ, του συνόλου των επενδυμένων χρημάτων τους, με χρήση πλαστών εντολών!!
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Οι ενάγοντες κατήρτισαν την 22α Αυγούστου 2002 με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία στο υποκατάστημα της Ρόδου σύμβαση ανοίγματος κοινού τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου, δια τού οποίου διαχειρίζονταν τις τηρούμενες στην τραπεζική εταιρεία επενδύσεις τους σε repos.
Τον Νοέμβριο του 2004, όπως υποστήριξαν, κατόπιν τηλεφωνικής τους επικοινωνίας με τον τότε Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ρόδου της τράπεζας, πείστηκαν ότι η επένδυση των χρημάτων τους σε αμοιβαία κεφάλαια ήταν πλέον οικονομικά συμφέρουσα από τη μεταφορά των οικονομιών τους σε προθεσμιακή κατάθεση.
Για τον σκοπό αυτό και βάσει της από 18 Νοεμβρίου 2004 επιστολής της τράπεζας περί μεταφοράς ποσού 82.000 ευρώ από τον λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ετήσια προθεσμιακή κατάθεση, ανοίχθηκε επενδυτικός λογαριασμός για πράξεις αγοραπωλησιών μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων προς την δεύτερη εναγόμενη και αίτηση συμμετοχής τους προς την τελευταία, τηρούμενου και κοινού τραπεζικού επενδυτικού λογαριασμού, ο οποίος περιελάμβανε κατά το άνοιγμά του 14.988,852 μερίδια, τα οποία αγοράστηκαν με το ολοσχερώς καταβληθέν από τους ενάγοντες συμφωνηθέν για τη διάθεση των μεριδίων ποσό, ύψους 80.000 ευρώ.
Όπως εξέθεσαν ενώ την 20η Σεπτεμβρίου 2009 ο ανωτέρω επενδυτικός λογαριασμός τους περιελάμβανε 20.137,689 μερίδια αμοιβαίου κεφαλαίου, αξίας, κατά την από 31 Δεκεμβρίου 2013 αποτίμησή τους, 108.753,59 ευρώ, καθόσον ουδέποτε κατά το παρελθόν οι ενάγοντες αιτήθηκαν εξαγορά των μεριδίων τους, η δεύτερη των εναγόμενων την 1η Ιουλίου 2014 και την 28η Ιουλίου 2014 προέβη σε δύο εξαγορές 13.819,741 και 4.955,226 μεριδίων εκ του επενδυτικού τους λογαριασμού, ύψους 78.000 και 28.000 ευρώ αντίστοιχα, γεγονός που πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά με τη λήψη των αντιγράφων κινήσεων του την 22α Ιανουαρίου 2015, εξαιτίας πολύμηνης απεργίας των ταχυδρομικών υπαλλήλων της Νότιας Αφρικής.
Διατείνονται ότι ουδείς εκ των εναγόντων αιτήθηκε ή εξουσιοδότησε τρίτο πρόσωπο να προβεί στις ως άνω εξαγορές μεριδίων και ότι το καλοκαίρι του 2015, οπότε και επισκέφθηκαν τη Ρόδο προκειμένου να λάβουν περισσότερες πληροφορίες από τις εναγόμενες σχετικά με τις ως άνω κινήσεις και την τύχη των ποσών της αξίας εξαγοράς των μεριδίων τους, πληροφορήθηκαν ότι τα ανωτέρω ποσά των εξαγορών, συνολικού ύψους 106.000 ευρώ, πιστώθηκαν αρχικά στον λογαριασμό ταμιευτηρίου τους κι από εκεί στη συνέχεια εμβάστηκαν με τις από 2 Ιουλίου 2014 και 28 Ιουλίου 2014 εντολές πληρωμής από την πρώτη εναγόμενη σε άγνωστο ως προς αυτούς τραπεζικό λογαριασμό στην Bangkok Bank Public Company Limited.
Την 10η Ιουλίου 2015 αιτήθηκαν προφορικά την επιστροφή των ποσών που χωρίς τη συγκατάθεσή τους εμβάστηκαν στο εξωτερικό, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2015 απέστειλαν προς την πρώτη εναγόμενη σχετική επιστολή τους, αμφισβητώντας την εξαγορά των ομολογιών και δηλώνοντας ότι ουδέποτε δόθηκε από αυτούς εντολή εξαγοράς ή μεταφοράς ποσού στους λογαριασμούς στο ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα.
Από τα χορηγηθέντα από την πρώτη εναγόμενη κατά την 15η Δεκεμβρίου 2015 αντίγραφα παραστατικών και δικαιολογητικών εγγράφων, που αφορούσαν τις επίδικες κινήσεις, διαπίστωσαν πως οι εναγόμενες προέβησαν στις προαναφερθείσες μη εξουσιοδοτημένες κινήσεις στηριζόμενες στις από 26 Μαΐου 2014 και 16 Ιουλίου 2014 πλαστές επιστολές, δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες φέρονται να δίνουν εντολή προς την πρώτη εναγόμενη να πραγματοποιήσει επείγουσες εκταμιεύσεις των προαναφερθέντων ποσών από τον επενδυτικό τους λογαριασμό και να εμβάσει τα σχετικά ποσά σε λογαριασμό της Bangkok Bank.
Βάσει των επιστολών αυτών υποβλήθηκαν οι αιτήσεις εξαγοράς — μεταφοράς μεριδίων από το υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης στη Ρόδο, η οποία ενεργούσε ως βοηθός εκπλήρωσης της δεύτερης των εναγόμενων, προς την τελευταία δήθεν στο όνομα και λογαριασμό τους, ενώ ακολούθως εκδόθηκαν υπογεγραμμένες και πάλι από εκπροσώπους του υποκαταστήματος Ρόδου εντολές πληρωμής.
Δηλώνουν δε κατηγορηματικά ότι οι επιστολές αυτές είναι πλαστές, καθόσον, μεταξύ άλλων, επ’ αυτών έχει τεθεί κατ’ απομίμηση η υπογραφή τους, συνοδεύονται από πλαστό διαβατήριο της δεύτερης των εναγόντων, καθόσον αναγράφεται λανθασμένα το όνομα και ο τόπος γέννησης της τελευταίας, χωρίς να υπάρχουν συμπληρωμένα τα προσωπικά της στοιχεία, όπως θα έπρεπε, η δε επικολλημένη στο διαβατήριο φωτογραφία ανήκει σε τρίτο άγνωστο προς αυτούς πρόσωπο, δεν έχουν τη συνήθη εμφάνιση και δομή των επιστολών του πρώτου των εναγόντων, ενώ περιέχουν στοιχεία επικοινωνίας (τηλέφωνο και e-mail) διαφορετικά από αυτά που είχαν γνωστοποιηθεί στις εναγόμενες και με τα οποία επικοινωνούσαν με την πρώτη των εναγομένων ήδη από το 2002.
Αναφέρουν ως αιτιολογία για την εκτέλεση των σχετικών εντολών τη θαλάσσια μεταφορά ηλεκτρονικών εμπορευμάτων της εταιρείας τους στη Νότια Αφρική, παρόλο που οι ενάγοντες δεν διατηρούν εταιρεία αγοράς ηλεκτρονικών εμπορευμάτων και συνοδεύονται τόσο από πλαστό έγγραφο επιστροφής φόρου, όπου και πάλι αναγράφεται λανθασμένα το όνομα της δεύτερης όσο και από πλαστά αντίγραφα μισθοδοσίας και φορολογικό πιστοποιητικό εργαζομένου της τελευταίας από τρίτη εταιρεία, στην οποία είναι απλά μέτοχος και ουδέποτε απασχολήθηκε.
Τόνισαν εξάλλου ότι οι υπάλληλοι των εναγόμενων εταιρειών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους επέδειξαν βαρύτατα αμελή συμπεριφορά και παραβλέποντας ότι η εκτέλεση των επίδικων εξαγορών και στη συνέχεια εμβασμάτων εξαντλεί σχεδόν το σύνολο του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους, πολλώ δε μάλλον όταν οι επενδυτικοί στόχοι και συμπεριφορά των εναγόντων, οι οποίοι ουδέποτε στο παρελθόν αιτήθηκαν εξαγορά των μεριδίων τους, ήταν γνωστά σε αυτές, δεν προέβησαν στον απαιτούμενο από τις περιστάσεις και τα μέσα που διέθεταν έλεγχο γνησιότητας των σχετικών επιστολών και εξακρίβωση των προσωπικών στοιχείων του εντολέα, δεν διαπίστωσαν την πλαστότητα των ως άνω εγγράφων ούτε και επιβεβαίωσαν με οποιονδήποτε τρόπο τη συγκατάθεσή τους για μεταφορά των χρημάτων τους σε τράπεζα τρίτης χώρας γνωστής για την αδιαφάνεια του τραπεζικού τομέα της, αλλά στηρίχθηκαν σε δύο φαξ από τελικά άγνωστο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να προβούν στις επίδικες μη εξουσιοδοτημένες κινήσεις.
Το Δικαστήριο με την απόφαση του υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στους ενάγοντες το χρηματικό ποσό των 106.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 7η Ιουλίου 2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 40.000 ευρώ.
Καταδικάζει δε τις εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων που προσδιορίζει στο ποσό των 3.650 ευρώ.
Την υπόθεση χειρίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Σταύρος και Βασίλης Τριανταφυλλίδης.