Το «ΟΧΙ» του 1940 επίκαιρο όσο ποτέ

Η ελληνική ιστορία περιλαμβάνει πλήθος από κρίσιμες στιγμές, όπου κρινόταν η τύχη του έθνους και της Ελλάδας στιγμές κατά τις οποίες ο ελληνικός λαός υπερέβη την αταβιστική του ροπή προς την εσωτερική διχόνοια και με πρωτοφανή ομοψυχία και γενναιότητα έγραψε σελίδες δόξας και ηρωισμού. Μία από αυτές ήταν και η νίκη εναντίον του φασισμού το 1940. Γι’ αυτό η αυριανή επέτειος ανακαλεί στη μνήμη της απίστευτες δυνατότητες του ελληνικού λαού όταν αυτός είναι ενωμένος και όταν έχει πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που διακρίνεται από αποφασιστικότητα και, προπάντων, ικανότητα.
Και τούτο, την ώρα που καλούμαστε να πούμε ένα νέο μεγάλο «Όχι» στην καταστροφή της χώρας, ένα νέο «Όχι» που απαρτίζεται από πολλά μικρότερα, όπως το «όχι» στη χρεοκοπία, το «όχι» στην αναγκαστική και ιδιότυπη εξάρτηση από την τρόικα, αλλά και το «όχι» στην εξαθλίωση και τη διάλυση του κοινωνικού μας ιστού και, κυρίως, το «όχι» στους φανατικούς και δη στο νεοφασιστικό φαινόμενο, που φύεται στις ρωγμές της αμάθειας, της αθλιότητας, του μίσους και του διχασμού. Το χτύπημα της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, είναι, πράγματι, ένα επίτευγμα της κυβέρνησης και της δημοκρατίας μας.
Αλλά για να χτυπηθεί λυσιτελώς ο φασισμός της Χ.Α., για να υπερβούμε ουσιαστικά το διχασμό και για να επιτύχουμε τη λαϊκή ομοψυχία που θα μας οδηγήσει έξω από την κρίση, πρέπει να εξαλείψουμε τις αιτίες της. Και η
βασική εξ αυτών είναι η συμμετοχή
όλων ανεξαιρέτως στο άχθος και στο
άγος της κρίσης.
Γιατί συνιστά πρόκληση, που θρέφει την αγανάκτηση και το μίσος, η πλειονότητα των Ελλήνων να υποφέρει δραματικά από την
κρίση και να υπάρχουν κάποιοι που μένουν αλώβητοι ή, ακόμη χειρότερα, που κερδίζουν από αυτήν. Η εθνική συναίνεση, συνεπώς η εθνική ομοθυμία έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη συμμετοχή όλων στα βάρη, θέλει όλους να καταβάλλουν το μερίδιο του «πόνου» και του «κόπου» που τους αναλογεί.
Γι’ αυτό η εθνική μάχη δεν μπορεί να είναι νικηφόρα αν δεν υπάρξει κοινή προσπάθεια και συμμετοχή όλων στις θυσίες. Γι’ αυτό η αναγνώριση των ετεροβαρών θυσιών εκλαμβάνεται ως εμπαιγμός, δημαγωγία και λαϊκισμός δημιουργώντας μαζί με την οικονομική κρίση και μια κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Για να υπερβούμε, κατά συνέπεια, και την πολιτική κρίση, ειδικά τη δημοκρατική παρέκκλιση που αποκαλείται λαϊκισμός πρέπει να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα βελτιώσουμε τη δημοκρατία. Γιατί κανείς δεν μπορεί να σταματήσει το λαϊκισμό αρκούμενος στην υπεράσπιση της δημοκρατίας τέτοια που είναι σήμερα. Για να ασκήσουμε κριτική στο λαϊκισμό, πρέπει να έχουμε ένα σχέδιο επανανακάλυψης και ανασυγκρότησης της δημοκρατίας που να αφορά το λαό -εκλογικό σώμα, τον κοινωνικό λαό, που δεν είναι απλώς η πλειονότητα, αλλά η τεράστια πλειονότητα της κοινωνίας και ο λαός- αρχή, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους. Απαιτείται, άρα, αναθεώρηση του Συντάγματος και εκδημοκρατισμός των θεσμών, όπου θα μπορεί να προσδιορίζεται ο τρόπος παραγωγής του κοινού μας βίου βασιζόμενος στην εμπιστοσύνη, μέσα στην καθημερινότητα. Αυτή η δημοκρατία θα μπορεί να επανακαθορίσει το κοινωνικό συμβόλαιο και θα αναζητεί συνεχώς περισσότερη δικαιοσύνη. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο πληθυσμός δεν θα είναι ένα σύνολο από δημοσκοπικά τάργκετ γκρουπ, αλλά μια «βουλευόμενη οντότητα» που θα μπορεί να εκφράζεται και να αντιπροσωπεύεται με νέο τρόπο. Έτσι, ο λαός θα αποτελείται από πολίτες που θα συνέχονται από την ατομική ευθύνη και όχι από εκείνη τη ρατσιστική ψύχωση σύμφωνα με την οποία για όλα τα κακά φταίνε οι άλλοι!.

Εντέλει, ένας λαός αυτοκτονεί όταν εγκαταλείπει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του συναινώντας στη δυστυχία του. Αυτό έλεγε ο Etienne de la Boetie, τονίζοντας: «Οι τύραννοι είναι μεγάλοι επειδή εμείς είμαστε στα γόνατα».