Eξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μιας και άνοιξε δημόσιος διάλογος, με αφορμή, την αήθη επίθεση κατά της «δημοκρατικής» από συγκεκριμένους κύκλους, απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, που ελήφθη τον Μάρτιο του 2013, για τα όρια του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Επειδή η εφημερίδα αυτή δεν στελεχώνεται από χαιρέκακους ή από επαγγελματίες κηφήνες δεν θα μπει σε ονοματολογία των όσων επιδιώκουν τις τελευταίες ημέρες να μας παραδώσουν μαθήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας παρότι τελεσιδίκως κρίθηκε ότι την στερούνται…
Στο διατακτικό της απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου (τελεσίδικης) που εκδόθηκε μετά από αγωγή ιατρού κατά συγκεκριμένων δημοσιογράφων που τον εμφάνισαν να έχει ευθύνη για το θάνατο ασθενούς, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
“…η ανάδειξη και παρουσίαση του θέματος, με τον τρόπο που έλαβε χώρα, καθότι γινόταν κατ’ ουσία καταγγελία σε βάρος του ενάγοντος για πράξεις και παραλείψεις, που συνέτειναν στο θάνατο της (…), δηλαδή για ευθύνη του για ανθρωποκτονία από αμέλεια, έγινε εκ μέρους των δύο πρώτων εναγομένων, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά τους, αντίθετα προς τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αφού καταρχήν δεν τήρησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους και συγκεκριμένα το σεβασμό προς την αλήθεια, η οποία επιβάλλει την υποχρέωση σε κάθε δημοσιογράφο και εν γένει λειτουργό του τύπου να εξακριβώνει πριν από τη δημοσίευση, την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων.
Ειδικότερα οι εναγόμενοι κατά την διάρκεια της εκπομπής δεν περιορίστηκαν σε ερωτήσεις για την αντικειμενική αναμετάδοση των καταγγελλομένων και έλεγχο αυτών με βάση τους κανόνες της ενημέρωσης, στο μέτρο, που δεν είχε ερευνηθεί υπηρεσιακά και ποινικά το γεγονός, χάριν ενημέρωσης του κοινού, αλλά προέβησαν με το δικό τους σχολιασμό σε υιοθέτηση των καταγγελλομένων. (σσ: το ίδιο ακριβώς έκαναν και στην περίπτωση του Γ. Χατζημάρκου).
Πιο συγκεκριμένα η πρώτη εναγομένη, συντονίστρια – δημοσιογράφος, χωρίς να έχει τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις, προκειμένου να προβεί σε ορθό έλεγχο του αναφερόμενου γεγονότος, υιοθέτησε τα καταγγελλόμενα, αποφαινόμενη σε διάφορα σημεία της εκπομπής ότι πρόκειται για «λάθος διάγνωση» και συμπεραίνοντας ότι οι ιατροί «άρα δεν ήξεραν το ιστορικό της» (δηλ. της θανούσας), ενώ αποφαινόμενη και για τα καταγγελλόμενα περί έλλειψης ενημέρωσης, αναφέρει ότι «έκλεισαν τα στόματα» και τα «στόματα έκλεισαν ερμητικά», καταλήγοντας, τελικά, ότι (σ.σ. δεν υπάρχει, εννοείται) «μία διάθεση αυτοκριτικής και μεταμέλειας», συνεπώς ότι όσα καταγγέλθηκαν, και αναφορικά και επομένως με την εμπλοκή του ενάγοντος, ήταν αληθή. Σε μεταγενέστερο δε χρονικά σημείο και ενώ, αφού είχε γίνει εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, όπως του ενάγοντος, καταγγελία και αναζητούνταν τηλεφωνικά κατά την εξέλιξη του δελτίου ο ενάγων, η πρώτη εναγόμενη συνεπαίρανε, εκ της αδυναμίας να ευρεθεί το τηλέφωνό του ότι μεταξύ άλλων «μπορεί να τον έχει συμβουλεύσει ο δικηγόρος του μετά τις μηνύσεις, που του υπέβαλαν, να μη μιλήσει», ως τούτο δεν συνίσταται εκ του Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών Εκπομπών [π.δ.77/2003], καθώς είναι σαφής η αναφορά σε αυτόν [άρθρο 9] ότι η άρνηση ενός προσκεκλημένου να συμμετάσχει σε ειδησεογραφική εκπομπή δεν θα πρέπει να μεταδίδεται συνοδευόμενη από δυσμενή για το πρόσωπο αυτό σχόλια, αποφαινόμενη εντέλει η πρώτη εναγομένη για τη λειτουργία του Νοσοκομείου Ρόδου, όπου ο ενάγων ειδικεύεται, ότι «λες και είναι κέντρο διερχομένων και όποιος θέλει μπαίνει μέσα και κάνει την πρακτική του», επιδεικνύοντας έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο του ενάγοντος, καθώς ένα από τα πρόσωπα, που «κάνουν την πρακτική τους» εκεί ήταν και ο απών από τη δημοσιογραφική εκπομπή ενάγων, ειδικευόμενος – ιατρός. Επίσης αυτή επέτρεψε σε παριστάμενα πρόσωπα, μη ειδικούς επί ιατρικών θεμάτων να προβαίνουν κατά τη διάρκεια της εκπομπής σε αντίστοιχο σχολιασμό των καταγγελλομένων, χωρίς να φροντίσει να αποτρέψει αυτούς ως συντονίστρια».
Είναι προφανές ότι για την περίπτωση αυτή ισχύει η λαϊκή ρήση, «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»!