Την εμπιστευτική αλληλογραφία μεταξύ του βρετανικού και του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού για τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποκαλύπτει η εφημερίδα «τα Νέα».
Οι επιστολές καταδεικνύουν ότι το Λονδίνο δεν ήταν ποτέ διατεθειμένο να προσέλθει σε διάλογο με την Αθήνα για την επανένωση των Γλυπτών. Η βρετανική κυβέρνηση επιλέγει να κρύβεται πίσω από το Βρετανικό Μουσείο, το οποίο αποκαλεί «νόμιμο ιδιοκτήτη» των αρχαιοελληνικών πολιτιστικών θησαυρών που απέσπασε βίαια ο λόρδος Ελγιν, και εμμένει στην αδιάλλακτη στάση της αρνούμενη να συζητήσει το θέμα.
Στις επιστολές – η πιο πρόσφατη εστάλη πριν από τρεις μήνες – ο βρετανός υπουργός Πολιτισμού απορρίπτει το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να αρχίσει διάλογος για την επιστροφή των Γλυπτών και παραπέμπει στο Βρετανικό Μουσείο για οποιαδήποτε συζήτηση: όχι, όμως, για την οριστική επανένωσή τους, αλλά μόνο για να εξεταστεί το ενδεχόμενο του δανεισμού τους, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα παραιτηθεί της διεκδίκησής τους!
Οι επιστολές
Στις 10 Αυγούστου 2018, η τότε υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου έστειλε επιστολή στον βρετανό ομόλογό της Τζέρεμι Ράιτ με την οποία του ζητούσε να προσέλθει σε διάλογο για την επανένωση των Γλυπτών σε διακρατικό επίπεδο, επικαλούμενη πρόσφατη σύσταση επιτροπής της UNESCO για την εντατικοποίηση των προσπαθειών με στόχο την επίτευξη ικανοποιητικής λύσης στο ζήτημα. Συγκεκριμένα, η Κονιόρδου πρότεινε να πραγματοποιηθεί διμερής συνάντηση εμπειρογνωμόνων στην Αθήνα τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του 2018. Η απάντηση της βρετανικής κυβέρνησης ήρθε τέσσερις ολόκληρους μήνες αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου 2018. Εν τω μεταξύ, είχε αλλάξει η ηγεσία στο ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και, ασφαλώς, είχε παρέλθει η προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης του διαλόγου. Την Κονιόρδου διαδέχθηκε η Μυρσίνη Ζορμπά, στην οποία απευθύνεται η επιστολή του βρετανού υπουργού. Στην επιστολή αυτή απορρίπτεται το ελληνικό αίτημα, καθώς η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει… αναρμόδια.
«Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος ήταν ανέκαθεν πρόθυμη να συζητήσει αυτό το θέμα με την Ελλάδα σε διακυβερνητικό επίπεδο, στον βαθμό που αυτό είναι αρμόζον» επισημαίνει ο Ράιτ. Το «κλειδί» βρίσκεται στην τελευταία φράση: κατά τους Βρετανούς, όπως προκύπτει με σαφήνεια από άλλο σημείο της επιστολής, το αίτημα για οριστική επιστροφή των Γλυπτών δεν είναι «αρμόζον», συνεπώς αποκλείεται οποιαδήποτε συζήτηση επ’ αυτού.
«Όπως είναι πασίγνωστο», συνεχίζει ο βρετανός υπουργός, «τα Γλυπτά του Παρθενώνα (σ.σ.: που βρίσκονται) στο Λονδίνο είναι υπό την ιδιοκτησία και τη νομική ευθύνη των Επιτρόπων (Trustees) του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από την κυβέρνηση, και βρίσκονται σε μόνιμη δημόσια έκθεση, σε προβεβλημένη θέση στο Μουσείο, εδώ και 200 χρόνια. Αυτό αναφέρθηκε με σαφήνεια όταν η υπουργός Κονιόρδου συναντήθηκε με τον προκάτοχό μου στο Λονδίνο το καλοκαίρι». Ο Ράιτ αναφέρεται στη συνάντηση που είχε η Κονιόρδου με τον ομόλογό της Ματ Χάνκοκ τον Ιούνιο του 2018, κατά την οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνίδα υπουργός κάλεσε τη Βρετανία «να αναθεωρήσει την ξεπερασμένη προσέγγισή της περί ιδιοκτησίας των Γλυπτών». Ωστόσο, σύμφωνα με πηγή που ήταν παρούσα στη συνάντηση, ο βρετανός υπουργός επανέλαβε την «κασέτα» περί «νόμιμων τίτλων» κατοχής των Γλυπτών και ανεξαρτησίας του Μουσείου. Ο Χάνκοκ έφυγε από το υπουργείο τον επόμενο μήνα, οπότε τον διαδέχθηκε ο Ράιτ.
Στη συνέχεια της επιστολής, ο βρετανός υπουργός συντάσσεται πλήρως με τη θέση του Βρετανικού Μουσείου ότι τα Γλυπτά δεν θα επιστραφούν στην Ελλάδα. «Οι Επίτροποι πιστεύουν ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι το καλύτερο μέρος για να δει κάποιος τα Γλυπτά υπό το πρίσμα της πλούσιας συμβολής τους στην ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει πλήρως τη θέση των Επιτρόπων για τα Γλυπτά».
Κατόπιν, επιχειρεί να… διορθώσει την ελληνίδα υπουργό, η οποία ζήτησε διάλογο με τη βρετανική κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι το αίτημα θα έπρεπε να είχε άλλον παραλήπτη: «Η συμμετοχή του Βρετανικού Μουσείου θα ήταν απαραίτητη και, μάλιστα, θα έπρεπε να ηγηθεί οποιασδήποτε ουσιαστικής συνάντησης εμπειρογνωμόνων με αντικείμενο τα Γλυπτά του Παρθενώνα που βρίσκονται στη συλλογή του και, κατά συνέπεια, οι αξιωματούχοι μου (σ.σ.: του υπουργείου) ζήτησαν τη γνώμη του (σ.σ.: του Μουσείου) για την πρόταση της κ. Κονιόρδου». Ακολούθως, το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης απορρίπτεται πανηγυρικά. «Η άποψη του Βρετανικού Μουσείου είναι ότι εάν αυτή η συνάντηση εμπειρογνωμόνων συγκληθεί για να συζητηθεί η μόνιμη μεταφορά (σ.σ.: των Γλυπτών), δεν μπορεί (σ.σ.: το Μουσείο) να συμμετάσχει σε περαιτέρω συζητήσεις για το θέμα. Η θέση του ως προς αυτό είναι απολύτως σαφής, όπως επίσης και ως προς τις ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις της υπόθεσης, οι οποίες έχουν εξεταστεί εκτενώς τις τελευταίες δεκαετίες». Το μήνυμα των Βρετανών είναι ξεκάθαρο: είμαστε ανοικτοί σε διάλογο μόνο εάν δεχθείτε τα προαπαιτούμενα που θέτουμε, δηλαδή εάν πάψετε να ζητάτε την οριστική επανένωση των Γλυπτών. Ο βρετανός υπουργός καθιστά σαφές ότι στο μόνο που μπορούν να ελπίζουν οι Ελληνες είναι ο δανεισμός των Γλυπτών και αυτό εφόσον πάψουν να τα διεκδικούν: «Οι Επίτροποι θα εξετάσουν οποιοδήποτε αίτημα δανεισμού και, κατόπιν, επιστροφής οποιουδήποτε μέρους της συλλογής, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα που θα ζητήσει το δάνειο θα αναγνωρίσει το Βρετανικό Μουσείο ως ιδιοκτήτη (σ.σ. των Γλυπτών) και ότι θα τηρηθούν οι συνήθεις όροι δανεισμού».
«Ταπείνωση»
«Θέλουν να μας ταπεινώσουν. Όχι μόνο αρνούνται να μας επιστρέψουν τα Γλυπτά, αλλά ούτε καταδέχονται να ανοίξουν διάλογο μαζί μας. Μας κάνουν δε τη “χάρη” να μας δανείσουν κάτι που μας ανήκει, απαιτώντας να αναγνωρίσουμε ότι ανήκει σε αυτούς», είπε στην εφημερίδα διπλωματική πηγή. Υπάρχει, όμως, και ο αντίλογος: αξιωματούχος της βρετανικής κυβέρνησης υποστήριξε, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ότι «εφόσον, κατ’ εμάς, τα Γλυπτά μάς ανήκουν, θα ήταν αδιανόητο να τα δανείσουμε σε κάποιον που δεν μας αναγνωρίζει ως ιδιοκτήτες. Θα ήταν σαν να του λέμε “πάρ’ τα και μην τα επιστρέψεις ποτέ!”».
Σύμφωνα με πληροφορίες, η επιστολή του βρετανού υπουργού είχε εξοργίσει την ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού, όχι μόνον επειδή απέρριπτε την ελληνική πρόταση, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι απεστάλη με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών, κάτι που είχε εκληφθεί ως «έλλειψη σεβασμού». Έτσι, η Ζορμπά επέλεξε να καθυστερήσει την απάντησή της, η οποία τελικά εστάλη στις 30 Μαΐου 2019. Στην επιστολή της προς τον Ράιτ, επισημαίνει ότι «για εμάς, η επιστροφή και η επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα παραμένει σταθερή αξίωση» και καλεί τους Βρετανούς να αναλογιστούν την «πολιτιστική ευθύνη τους απέναντι τόσο στην Ιστορία όσο και στην ηθική τάξη» και να προσέλθουν σε έναν «ειλικρινή και καλοπροαίρετο διάλογο χωρίς προαπαιτούμενα». Μέχρι σήμερα, η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα αυτό.
Σε επιστολή που απέστειλε προς τον βρετανό υπουργό Πολιτισμού στις 10 Μαΐου 2019, η πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα ντέιμ Τζάνετ Σούζμαν απηύθυνε έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να προσέλθει σε διάλογο, αφήνοντας τις «ψεύτικες δικαιολογίες» και «δείχνοντας σεβασμό στον Παρθενώνα και τα Γλυπτά του». Είναι αξιοσημείωτο ότι στην απαντητική επιστολή που έλαβε (10 Ιουνίου 2019), η οποία υπογράφεται από τη βρετανίδα υφυπουργό Πολιτισμού Ρεμπέκα Πάου, αναπαράγεται σχεδόν αυτούσια η επιστολή του Ράιτ προς τη Ζορμπά. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. «ΤΑ ΝΕΑ» εξέτασαν επιστολές της βρετανικής κυβέρνησης που έχουν σταλεί τα τελευταία 15 χρόνια σε διάφορες ανά τον κόσμο επιτροπές για την επανένωση των Γλυπτών, οι οποίες παρουσιάζουν τεράστιες ομοιότητες. Σε κάποιες περιπτώσεις, ολόκληρες παράγραφοι αναπαράγονται με τη μέθοδο του «κόπι πέιστ». Μόνιμη επωδός των Βρετανών είναι ότι δεν μπαίνουν σε διάλογο για την επιστροφή των Γλυπτών, παραπέμποντας στο Βρετανικό Μουσείο για υποβολή αιτήματος δανεισμού.
«Συνεχίζουν να παίζουν τον ίδιο αλαζονικό σκοπό περί “ιδιοκτησίας”. Αλήθεια, δεν μπορεί η βρετανική κυβέρνηση, ο διευθυντής και οι Επίτροποι του Βρετανικού Μουσείου να ξυπνήσουν και να δουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει διεθνώς; Η αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια. Τόσο το Μουσείο όσο και η κυβέρνηση, αντί να δίνουν τις ίδιες και τις ίδιες απαντήσεις, θα πρέπει να προσέλθουν σε σοβαρό διάλογο για την επανένωση των Γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης» δήλωσε στα «ΝΕΑ» η Σούζμαν.
Το «σχέδιο»
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, οι επιστολές αυτές αποκαλύπτουν σε όλη του την έκταση το «σχέδιο» των Βρετανών ώστε τα Γλυπτά να μην επιστραφούν ποτέ στην Αθήνα: α) αρνούνται πεισματικά να συζητήσουν το θέμα σε κυβερνητικό επίπεδο, πετώντας το μπαλάκι στο Βρετανικό Μουσείο, β) απορρίπτουν κατηγορηματικά το ενδεχόμενο μόνιμης επιστροφής, ακόμη και τον διάλογο για αυτό το θέμα, γ) δέχονται να συζητήσουν μόνο το ενδεχόμενο δανεισμού, αλλά εφόσον η Αθήνα αναγνωρίσει ότι «νόμιμος ιδιοκτήτης» των Γλυπτών είναι το Βρετανικό Μουσείο, γνωρίζοντας καλά ότι η Ελλάδα, διαχρονικά, απορρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό.
Οι ίδιες πηγές κάνουν λόγο για «υποκριτική στάση», υποστηρίζοντας ότι η βρετανική κυβέρνηση «λέει τη μισή αλήθεια» όταν δηλώνει αναρμόδια να συζητήσει το θέμα. Το Βρετανικό Μουσείο εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης των Γλυπτών και οποιοδήποτε αίτημα δανεισμού θα έπρεπε να υποβληθεί σε αυτό. Αυτό η Ελλάδα ασφαλώς το γνωρίζει. Ωστόσο, το αίτημα για οριστική επανένωση θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Οι Επίτροποι του Μουσείου και να ήθελαν δεν μπορούν να επιστρέψουν τα Γλυπτά, καθώς δεσμεύονται από τον νόμο περί Βρετανικού Μουσείου του 1963, σύμφωνα με τον οποίον απαγορεύεται η εκχώρηση εκθεμάτων εκτός εάν πρόκειται για αντίγραφα αντικειμένων που βρίσκονται ήδη στη συλλογή ή εάν κριθούν «ακατάλληλα». Για να αρθεί αυτό το εμπόδιο, η βρετανική Βουλή θα πρέπει να τροποποιήσει τον επίμαχο νόμο. Η κυβέρνηση των Τόρις δεν φαίνεται διατεθειμένη να αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία. Αντιθέτως, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στα «ΝΕΑ» ο αρχηγός των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, είχε δεσμευθεί ότι εάν γίνει πρωθυπουργός θα δρομολογήσει την επανένωση των Γλυπτών. Επιπλέον, σε διακυβερνητικό επίπεδο θα μπορούσαν να συζητηθούν μια σειρά από θέματα, όπως η πρόσφατη πρόταση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για προσωρινή επιστροφή των Γλυπτών με αντάλλαγμα την έκθεση άλλων αρχαιολογικών θησαυρών στο Λονδίνο (χωρίς η Ελλάδα να απεμπολεί την ιδιοκτησία των Γλυπτών). Στη συνάντηση Χάνκοκ – Κονιόρδου ο βρετανός υπουργός φέρεται να είχε δεχθεί να εξετάσει την ελληνική πρόταση για συζητήσεις. Αυτό, καίτοι αόριστο, συνιστά έμμεση παραδοχή ότι η βρετανική κυβέρνηση έχει αρμοδιότητα και λόγο, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι. Ωστόσο, το Λονδίνο εξακολουθεί να αγνοεί τις εκκλήσεις της Αθήνας – αλλά και της UNESCO – για διάλογο, μολονότι διαχρονικά η βρετανική κοινή γνώμη τάσσεται υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα.