Στο 25% η αύξηση φόρων στην τετραετία 2010 – 2013

Μια βίαιη, άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή «χτύπησε» τη μεσαία τάξη της χώρας στα χρόνια του Μνημονίου. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν τη «διάλυση» των μεσαίων εισοδημάτων από τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στη χώρα.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το 2010 που μπήκαμε στο Μνημόνιο τα ελληνικά νοικοκυριά δήλωναν στην εφορία εισοδήματα 98 δισ. ευρώ. Φέτος δήλωσαν περίπου 82 δισ. ευρώ. Δηλαδή μέσα σε μια τετραετία χάθηκαν εισοδήματα ύψους 16 δισ. ευρώ.
Και ενώ τα εισοδήματα συρρικνώνονται υπό το βάρος των μειώσεων σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα στη σκιά της διογκούμενης ανεργίας, οι φόροι πολλαπλασιάζονται δίνοντας τη χαριστική βολή.
Στο ίδιο διάστημα οι φόροι που πλήρωσαν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι «καλύτεροι πελάτες» της εφορίας αυξήθηκαν κατά… 552%, αφού το 2010 οι φόροι στην περιουσία ήταν μόλις 487 εκατ. ευρώ και φέτος αναμένεται να καταβληθούν φόροι ύψους 3,2 δισ. ευρώ.
Μεγάλο πλήγμα όμως δέχθηκαν και τα «ψαλιδισμένα» εισοδήματα από τις απανωτές αυξήσεις φόρων και την επιβολή νέων φόρων και «έκτακτων» εισφορών, που τελικά αποδείχθηκαν μόνιμου χαρακτήρα.

«Γονάτισαν»
Η μέση αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στα μεσαία εισοδήματα από 25.000 έως 70.000 ευρώ ανήλθε στο 25% στην τετραετία 2010-2013.
Η αύξηση αφορά μόνο τους φόρους που επιβλήθηκαν στα εισοδήματα, χωρίς να συνεκτιμάται η μεγάλη επιβάρυνση από την αύξηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε καύσιμα, τσιγάρα) που «γονάτισαν» κυριολεκτικά τους πολίτες.
Την ίδια ώρα στο απυρόβλητο έμειναν όλα αυτά τα χρόνια οι μεγάλοι φοροφυγάδες. Αν και το τελευταίο διάστημα γίνονται κινήσεις και αρχίζουν να εισρέουν έσοδα στα ταμεία του Δημοσίου τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά όχι μόνο λόγω των αδυναμιών που εμφανίζει ο μηχανισμός αλλά και λόγω απουσίας πολιτικής βούλησης.
Μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής «λιμνάζουν» είτε στα συρτάρια των φοροελεγκτών, είτε στα δικαστήρια προκαλώντας το κοινό αίσθημα στους συνεπείς φορολογουμένους που καλούνται να πληρώσουν αυτές τις αδυναμίες.
Δυσανασχετώντας δίκαια αφού αν οι εκάστοτε κυβερνήσεις ήθελαν πραγματικά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή, η χώρα δεν θα έφθανε σε αυτά τα δημοσιονομικά επίπεδα και δεν θα ήταν αναγκαία η επιβολή τόσων άδικων σε μεγάλο βαθμό φόρων.
Δεν είναι τυχαίο πως στην τρέχουσα διαπραγμάτευση η τρόικα στέκεται ιδιαίτερα στη φοροδοτική ικανότητα και στη φορολογική συμμόρφωση, αναγνωρίζοντας (ακόμη και η τρόικα) πως οι Έλληνες δεν αντέχουν νέους φόρους. Κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται στην «έκρηξη» των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, τα οποία αγγίζουν πλέον τα 62 δισ. ευρώ ή στο 34% του ΑΕΠ.
Περισσότερα από 2 εκατ. φυσικά πρόσωπα έχουν οφειλές προς το Δημόσιο, ενώ πάνω από 500.000 επιχειρήσεις βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

Οι φόροι στα χρόνια
του Μνημονίου
Στα τρεισήμισι χρόνια του Μνημονίου συνέβησαν πολλά σε φορολογικό πεδίο.
Ένας φορολογικός Αρμαγεδδών χτύπησε τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις προκαλώντας πρωτοφανείς εισοδηματικές απώλειες που μείωσαν σε μεγάλο βαθμό ή σε πολλές περιπτώσεις εκμηδένισαν τη φοροδοτική ικανότητα χιλιάδων εταιρειών και εκατομμυρίων πολιτών.
Επιβλήθηκαν απανωτές αυξήσεις φόρων στα εισοδήματα, την ακίνητη περιουσία και την κατανάλωση, ενώ καθιερώθηκαν νέοι φόροι, έκτακτες εισφορές και «χαράτσια» που περιόρισαν σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Καταργήθηκε σταδιακά το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ αλλά και οι περισσότερες φοροαπαλλαγές, όπως ενοίκια κύριας κατοικίας και τέκνων που σπουδάζουν, ασφάλιστρα, τόκοι στεγαστικών δανείων που λειτουργούσαν ως «ασπίδα» για τους φορολογουμένους ενάντια στον φόρο. Η φορολογική κλίμακα άλλαξε τουλάχιστον τέσσερις φορές στους 42 μήνες εφαρμογής του Μνημονίου, το ίδιο και οι συντελεστές.
Το 2014 οι φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετους φόρους ύψους 2,163 δισ. ευρώ για τα εισοδήματα και την ακίνητη περιουσία τους.