Οι κατηγορίες της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπούμενο συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση από κοινού σε βαθμό πλημμελήματος, βαραίνουν δύο γνωστούς επιχειρηματίες της Ρόδου που φέρονται να έκαναν χρήση επιταγών που έφεραν πλαστές υπογραφές εργολάβου, προκειμένου να πετύχουν την προεξόφληση τους σε τράπεζες.
Η υπόθεση, που θα απασχολήσει την προσεχή συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, κινήθηκε κατόπιν τριών εγκλήσεων ενός κατοίκου της Ρόδου.
Σχηματίστηκαν ισάριθμες δικογραφίες και διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση που κατέληξε στην άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος των εγκαλούμενων για τις πράξεις της απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ¤, τελεσθείσα από κοινού και κατά μόνας και κατ’ εξακολούθηση και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος άνω των 15.000 ¤, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση και από κοινού και κατά μόνας.
Μετά την απολογία τους ο πρώτος κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και ο δεύτερος ελεύθερος χωρίς όρους.
Όπως φέρεται να προέκυψε από την έρευνα, την 1η Ιουνίου 2009 η Τράπεζα Αττικής Α.Ε. επέδωσε στον μηνυτή αντίγραφο απογράφου της, με διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και συνημμένη επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει συνολικά το χρηματικό ποσό των 21.730 ¤. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εξεδόθη με βάση επιταγή της FBBank ποσού 20.000 ¤, εκδόσεως σε διαταγή ενός κατοίκου της Ρόδου και πληρωτέα στη Ρόδο την 30ή Νοεμβρίου 2008. Η επιταγή αυτή φέρεται να μεταβιβάστηκε δια οπισθογραφήσεως από τον επιχειρηματία στον μηνυτή ο οποίος με τη σειρά του φέρεται να τη μεταβίβασε δια οπισθογραφήσεως σε ομόρρυθμη εταιρία που εκπροσωπείται από τον πρώτο κατηγορούμενο. Ο τελευταίος μεταβίβασε τη συγκεκριμένη επιταγή δια οπισθογραφήσεως «αξία ενεχύρου» στην Τράπεζα Αττικής Α.Ε.. Στη συνέχεια, η τράπεζα εμφάνισε την επιταγή νομότυπα και εμπρόθεσμα προς είσπραξη ωστόσο δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη, οπότε και σφραγίστηκε. Την 24η Ιουνίου 2009 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. επέδωσε στον μηνυτή αντίγραφο απογράφου διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ρόδου με συνημμένη επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει συνολικά το χρηματικό ποσό των 10.195 ¤. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εξεδόθη με βάση επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας ποσού 9.450 ¤, εκδόσεως του δευτέρου κατηγορουμένου σε διαταγή του μηνυτή που ήταν πληρωτέα στη Ρόδο την 25η Απριλίου 2009. Η επιταγή αυτή φέρεται να μεταβιβάστηκε δια οπισθογραφήσεως από τον μηνυτή στην ομόρρυθμη εταιρία του πρώτου κατηγορούμενου. Ο τελευταίος μεταβίβασε τη συγκεκριμένη επιταγή δια οπισθογραφήσεως «αξία ενεχύρου» στην Εθνική Τράπεζα, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη και σφραγίστηκε. Την 1η Σεπτεμβρίου 2009 η FBBank επέδωσε στον μηνυτή αντίγραφο απογράφου διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Ρόδου με συνημμένη επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 7.223,85 ¤. Η διαταγή πληρωμής εξεδόθη με βάση επιταγή της Γενικής Τράπεζας ποσού 6.700 ¤, εκδόσεως του δευτέρου κατηγορουμένου σε διαταγή του μηνυτή και πληρωτέα στη Ρόδο την 25η Φεβρουαρίου 2009. Η επιταγή αυτή φέρεται να μεταβιβάστηκε δια οπισθογραφήσεως από τον μηνυτή στην ομόρρυθμη εταιρία του πρώτου κατηγορούμενου. Ο τελευταίος μεταβίβασε τη συγκεκριμένη επιταγή δια οπισθογραφήσεως «αξία ενεχύρου» στην FBBank, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου και σφραγίστηκε. Την ύπαρξη και των τριών επιταγών, όπως προέκυψε, αγνοούσε ο μηνυτής. Συγκεκριμένα στην πρώτη επιταγή ο μηνυτής φέρεται σαν δεύτερος οπισθογράφος με μόνη τη θέση μιας υπογραφής φερόμενης ως δικής του και μάλιστα δυσανάγνωστης, χωρίς να υπάρχει σφραγίδα της επιχείρησής του, την οποία όμως υπογραφή δεν την αναγνωρίζει ως δική του. Επιπλέον δεν γνωρίζει, όπως ισχυρίζεται, ούτε τον φερόμενο ως εκδότη της επιταγής ούτε και τον φερόμενο ως πρώτο οπισθογράφο αυτής ούτε και είχε ποτέ κάποιου είδους συναλλαγή μαζί τους. Εξάλλου, όπως προέκυψε και από τη διενεργηθείσα Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου Ναταλίας Κατσαρίδου η υπογραφή στο οπισθόφυλλο της συγκεκριμένης επιταγής στη θέση του δευτέρου οπισθογράφου, δεν έχει τεθεί από τον μηνυτή με πιθανότητα που «αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας». Το ίδιο προέκυψε και για τις δύο άλλες επιταγές. Ο μηνυτής εργολάβος οικοδομών, συνεργαζόταν με την ομόρρυθμη εταιρία νομίμως εκπροσωπούμενη από τον πρώτο κατηγορούμενο καθώς προμηθευόταν από αυτή σίδηρο. Οι καταβολές του προς την ομόρρυθμη εταιρία προς εξόφληση ή έναντι εξόφλησης των εκδοθέντων τιμολογίων γίνονταν πάντοτε με μετρητά, με επιταγές προσωπικές ή πελατών-εργοδοτών του και προς απόδειξη αυτών η ομόρρυθμη εταιρία του παρέδιδε έγγραφη απόδειξή της για την εκάστοτε καταβολή, στην οποία αναφερόταν κάθε φορά ο αριθμός της παραδοθείσας επιταγής. Ωστόσο, για τις ανωτέρω τρεις επιταγές δεν υπάρχει απόδειξη της ομόρρυθμης εταιρίας του πρώτου κατηγορουμένου, από την οποία να προκύπτει ότι ο μηνυτής παρέδωσε στον πρώτο τις τρεις συγκεκριμένες επιταγές προς εξόφληση ή έναντι οφειλής του. Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι οι προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, τόσο της νόθευσης των επιταγών, όσο και της μετέπειτα χρήσης τους, τελέσθηκαν καλυπτόμενες από τον κοινό δόλο των δύο κατηγορουμένων. Σκοπός τους ήταν όπως αναφέρεται να εισπράξουν το προϊόν της προεξόφλησής τους από τα τραπεζικά ιδρύματα στα οποία μεταβίβαζαν τις νοθευμένες επιταγές λόγω ενεχύρου.