Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Ο κάθε ροδίτης καταναλώνει κατά μέσο όρο 590 κούπες καφέ το χρόνο και σχεδόν τις μισές από αυτές τις απολαμβάνει σε κάποιο καφέ της πόλης ή τις αγοράζει σε χάρτινο ποτήρι για το δρόμο. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από τις μετρήσεις που έχουν κάνει οι αλυσίδες coffee που δραστηριοποιούνται στο νησί σε μια προσπάθεια τα μετρήσουν τις ακριβείς δυνατότητες της τοπικής αγοράς. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι καταναλώσεις καφέ που γίνονται στα ξενοδοχεία και στα αμιγώς τουριστικά – εποχικά καταστήματα.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση καφέ στο νησί αν και φαντάζει αυξημένη, βρίσκεται μόνο λίγο πάνω από το μέσο όρο των καταναλώσεων που παρατηρούνται ανά την ελληνική επικράτεια. Βέβαια, σε μια πόλη 60.000 κατοίκων, όπως αυτή της Ρόδου, οι μετρήσεις δείχνουν ότι ο ντόπιος πληθυσμός μπορεί και διαθέτει για καφέ τουλάχιστον 40.000.000 ευρώ το χρόνο. Εάν στα μεγέθη αυτά συνυπολογιστούν οι καταναλώσεις των επισκεπτών (σε μη εποχικά coffee shops), καθώς και των κατοίκων στα χωριά του νησιού, τότε φαίνεται ξεκάθαρα πως πρόκειται για πολύ σοβαρή επιχειρηματική υπόθεση.
Ειδικότερα, ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν πιο ξεκάθαρη η εικόνα της τοπικής αγοράς του καφέ. Η είσοδος των μεγάλων αλυσίδων του κλάδου βοήθησαν σε αυτό, καθώς το κάθε κατάστημα δημιουργείται βάσει έρευνας και σχεδίου ανάπτυξης. Βέβαια, στο πέρασμα των μηνών ο ανταγωνισμός γίνεται όλο και πιο έντονος, μιας και το άνοιγμα ενός coffee shop σε μια περιοχή συνοδεύεται από το σχεδόν ταυτόχρονο άνοιγμα πολλών άλλων στους διπλανούς δρόμους.
Οι μεγάλοι της αγοράς
Η επιχείρηση που εμφανίζει σήμερα τη μεγαλύτερη εξάπλωση στο νησί είναι ο «Γρηγόρης», με έξι καταστήματα franchise σε Ρόδο, Ιαλυσό, Σορωνή και Αρχάγγελο. Μάλιστα, η ίδια αλυσίδα ετοιμάζει κι ένα ακόμα στην αρχή της Ε.Ο. Ρόδου – Καλλιθέας (κοντά στο αθλητικό κέντρο «Καλλιπάτειρα») το οποίο πρόκειται να ξεκινήσει να λειτουργεί πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων. «Αυτό θα είναι και το τελευταίο κατάστημα ‘Γρηγόρης’ στην πόλη της Ρόδου» δήλωσε προς τη “δημοκρατική” ένα από τα τοπικά στελέχη της επιχειρηματικής αλυσίδας. Όπως εξήγησε «με το κατάστημα επί της Ρόδου – Καλλιθέας καλύπτονται πια οι ανάγκες ολόκληρης της πόλεως. Μετά από αυτό, κάθε άλλο κατάστημα του ίδιου ομίλου ουσιαστικά θα κλέβει πελάτες από τα υπόλοιπα».
Το ίδιο στέλεχος, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, εξήγησε ότι «πρόκειται για μια δουλειά με υψηλές απαιτήσεις. Η μητρική εταιρεία σου παρέχει το όνομα και απαιτεί να δουλέψεις με τις προδιαγραφές που θέτει και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όμως από την άλλη, έχεις μια επιχείρηση που σου υπόσχεται σταθερότητα και ένα καλό μεροκάματο».
Μπορεί βέβαια ο «Γρηγόρης» να θεωρεί ότι έχει τερματίσει με την επέκταση στην πόλη της Ρόδου, ωστόσο την ίδια άποψη δεν έχουν οι υπόλοιποι παίκτες της αγοράς (που δεν είναι τοπικές επιχειρήσεις). Δυνατότητες επέκτασης σχεδιάζουν οι Mikel, Coffe Island, Bruno και Coffee Lab. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογιστεί πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα υλοποιήσουν αντίστοιχα σχέδια και οι αλυσίδες Coffee Berry, Starbucks και Everest. Η κάθε μία από αυτές στηρίζει την επέκτασή της σε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, ενώ οι περισσότερες διαθέτουν σημαντική ιστορία πίσω από το όνομά τους. Παλαιότερη όλων είναι η Everest που ξεκίνησε το 1973 ως αλυσίδα ταχυφαγείων, ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει σημαντικά τον κύκλο των εργασιών που προέρχεται από τον καφέ.
Πόσο καφέ πουλάτε;
Το ερώτημα τέθηκε ευθέως και στην απάντησή του το στέλεχος της αλυσίδας ‘Γρηγόρης’ εξήγησε ότι «στο κεντρικό μας κατάστημα, κατά μέσο όρο πουλάμε από 14 έως 18 κιλά καφέ την ημέρα». Με το δεδομένο ότι το ‘μονό κυπελάκι’ απαιτεί 7 γραμμάρια καφέ και το διπλό 14 γραμμάρια, το γινόμενο δείχνει ότι σε μια καλή ημέρα η επιχείρηση μπορεί να διαθέσει 2000 καφέδες.
Το είδος του καφέ ποικίλει. «Οι περισσότεροι επιλέγουν καφέ ανάλογα με την εποχή. Το καλοκαίρι φρέντο καπουτσίνο ή φρέντο εσπρέσο, το χειμώνα ζεστό καπουτσίνο ή εσπρέσο. Λίγοι είναι εκείνοι που όλο το χρόνο επιλέγουν τον ίδιο καφέ». Επίσης δεν είναι λίγοι εκείνοι που μέσα στην ημέρα θα αγοράσουν τέσσερις καφέδες. «Μπορεί κάποιος να καθίσει και να παραγγείλει δύο εσπρέσο, να τους πιει αμέσως και το απόγευμα να έρθει ξανά και να παραγγείλει το ίδιο. Γενικά στη Ρόδο πίνουμε πολύ καφέ».
Για να σταθεί μια τέτοια επιχείρηση χρειάζεται μεγάλο αριθμό προσωπικού. Η συγκεκριμένη διαθέτει 14 άτομα στο σέρβις και στο παρασκευαστήριο.
Βέβαια όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες, όπως και όλες οι επιχειρήσεις δεν είναι ίδιες. Υπάρχουν ωστόσο μέρες, αρκετές στη διάρκεια ενός έτους, κατά τις οποίες όλες οι επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας κάνουν στην κυριολεξία χρυσές δουλειές. Σε ένα τέτοιο μήνα το κατάστημα μπορεί να έχει είσπραξη 60.000 ευρώ που θα προέρχονται από καφέδες, σφολιατοειδή, γλυκά και σάντουιτς.
Το Finn Café είναι
ο ντόπιος αντίπαλος
Πρόκειται για τη μόνη τοπική αλυσίδα (στην κατηγορία take away) που στάθηκε και εξακολουθεί να στέκεται σταθερή απέναντι στο σκληρό ανταγωνισμό του καφέ. Με την αφετηρία την πλατεία Γαβριήλ Χαρίτου (100 Χουρμαδιές), στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Αχίλλειον» η οικογένεια του αείμνηστου Γιώργου Τάχερ ξεκίνησε το πρώτο κατάστημα «Finn Cafe», το οποίο σήμερα επεκτάθηκε με ακόμα δύο υποκαταστήματα’, ένα επί της οδού Καναδά κι ένα στην αρχή της λεωφόρου Ρόδου – Καλλιθέας.
«Θέλουμε να δίνουμε στους πελάτες μας ό,τι καλύτερο υπάρχει σε καφέ, γλυκό ή αλμυρό σνακ» περιέγραψε προς τη ‘δ’ ο κ. Σωκράτης Τάχερ και τόνισε πως «όλα τα υλικά που χρησιμοποιούμε προέρχονται από την τοπική αγορά. Με μόνη εξαίρεση τον καφέ, όλα τα άλλα παράγονται στο εργαστήριό μας και διατίθενται πάντα φρέσκα».
Το νέο Finn café επί της λεωφόρου Ρόδου – Καλλιθέας άνοιξε μόλις πρόσφατα κι ήρθε ως αποτέλεσμα της θέλησης των ιδιοκτητών να συγκεντρώσουν σε ένα σημείο ολόκληρη την παραγωγή. Εκεί γίνονται όλα τα αλμυρά και τα γλυκά, που στη συνέχεια θα διατεθούν στα υπόλοιπα δύο καταστήματα. «Με τον τρόπο αυτό επιτύχαμε μείωση του κόστους παραγωγής, αλλά διατηρώντας την ποιότητα πάντα σε υψηλό επίπεδο».
Ο ανταγωνισμός με τις μεγάλες αλυσίδες είναι ένα θέμα, όμως φαίνεται πως η επωνυμία «Finn café» έχει σταθεροποιήσει τη θέση της. «Προφανώς δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε την τιμή του καφέ με τις αλυσίδες. Παρόλα αυτά, οι πελάτες μας παραμένουν πιστοί όλα αυτά τα χρόνια. Είναι πια ξεκάθαρο πως η ποιότητα και οι καλές γεύσεις που θέλουμε να δίνουμε διαδραματίζουν πιο καθοριστικό ρόλο, απ’ ότι η τιμή του καφέ».