Άρθρο του Μάνου Κόνσολα στην “Εφημερίδα των Συντακτών”
Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ είχε θετικό πρόσημο.
Δύσκολο να το αντιληφθούν αυτό όσοι δεν γνωρίζουν τις έννοιες της εθνικής στρατηγικής και συναίνεσης, που είχαν ως επάγγελμα τον «αντιαμερικανισμό» για χρόνια, μέχρι να ανακαλύψουν άλλα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα.
Ο Πρωθυπουργός εξέφρασε την εθνική θέση στην Ουάσιγκτον. Είπε ξεκάθαρα ότι η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, εκτός του ότι είναι παράνομη και δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, παραβιάζει και τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα και δημιουργεί αστάθεια και ένταση στην περιοχή.
Οι διεθνείς σχέσεις και η εξωτερική πολιτική αποτελούν πολύπλοκη και πολυπαραγοντική εξίσωση, δεν επιδέχονται απλουστεύσεις και ο λαϊκισμός ποτέ δεν ήταν εργαλείο ερμηνείας και ανάλυσης των διεθνών σχέσεων.
Όσοι επικρίνουν την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα για τη χρησιμότητά της, προφανώς αγνοούν την πραγματικότητα.
Ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, ο κ. Πενς, και ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Πομπέο, παρέθεσαν επίσημο δείπνο στον Πρωθυπουργό με τη συμμετοχή 300 κορυφαίων παραγόντων της πολιτικής και οικονομικής ζωής των ΗΠΑ. Ακόμα πιο σημαντική είναι η στήριξη των ελληνικών θέσεων από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών σε σχέση με τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης που αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Όπως και η τοποθέτηση του κ. Πάιατ, που τάχθηκε ξεκάθαρα τάχθηκε υπέρ των ελληνικών θέσεων στο θέμα της υφαλοκρηπίδας των νησιών μας.
Η χώρα μας είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να διασφαλίσει την προστασία της εθνικής της ακεραιότητας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Η Τουρκία είναι ξεκάθαρο ότι λειτουργεί, όχι μόνο ως αναθεωρητική δύναμη, αλλά και ως παράγοντας αστάθειας στην περιοχή. Αρνείται να αναγνωρίσει ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, όπως ρυθμίζεται από τα άρθρα 1-3 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, αλλά και με τα οριζόμενα στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας.
Η Τουρκία δεν έχει κυρώσει καμία από τις δύο συμβάσεις, κινείται εκτός του διεθνούς δικαίου και του πλαισίου ασφαλείας. Τι διάλογο μπορεί να κάνει κάποιος με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει διεθνείς συμβάσεις ή τις ερμηνεύει αυθαίρετα;
Πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι η Τουρκία αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η πάγια θέση της Ελλάδας από το 1975 είναι ότι το μοναδικό θέμα που μπορεί να παραπεμφθεί στη Χάγη είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών, η Τουρκία, όμως, δεν δέχεται ότι τα νησιά – μεταξύ των οποίων και η Κρήτη – έχουν υφαλοκρηπίδα. Επιπρόσθετα, θέτει μια σειρά από άλλα ζητήματα όπως οι γκρίζες ζώνες, η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, αμφισβητεί την κυριότητα νησιών και βραχονησίδων.
Χρειαζόμαστε αποτρεπτική ισχύ, αλλά και στρατηγικές συμμαχίες με χώρες που αποτελούν πυλώνες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας έχουν ισχυρή αποτρεπτική ισχύ και τη βούληση να την ασκήσουν αν παραβιαστούν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά δεν δεχόμαστε και την αμφισβήτηση της εθνικής μας ακεραιότητας. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα.
Όλο αυτό το διάστημα, πετύχαμε τη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας σε ό, τι αφορά στην παράνομη συμφωνία της Τουρκίας με την Λιβυκή κυβέρνηση που αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Η συμφωνία για τον EastMed αποτελεί πεδίο ανάπτυξης στρατηγικών συμμαχιών σε βάθος χρόνου προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή.
Έχει, όμως, και πολλαπλή διάσταση, αφού εντάσσει την Ελλάδα, ως κεντρικό παίκτη, στον ενεργειακό χάρτη, έχει τη στήριξη των ΗΠΑ και της Ε.Ε., ενώ στη γεωπολιτική της διάσταση μειώνει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Έχει, όμως, και μια άλλη διάσταση, αφού η υπογραφή της συνιστά και μια έμμεση αναγνώριση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των κρατών που υπογράφουν, ανάμεσα στις οποίες είναι και η χώρα μας.