Επιβεβαιώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, δημοσίευμα του Associated Press, σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει να χρησιμοποιήσει πλωτό φράγμα για να εμποδίσει τους μετανάστες και πρόσφυγες να προσεγγίζουν στα ελληνικά νησιά από τις κοντινές ακτές της Τουρκίας.
«Η Ελλάδα έχει χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής. Εξετάζουμε να ενισχύσουμε τα σύνορά μας με διάφορα μέσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξετάζουμε και το ενδεχόμενο να προμηθευτούμε πλωτά φράγματα σε ορισμένα περάσματα-σημεία. Πρέπει πρώτα να δούμε αν μπορεί με ασφάλεια να φέρει τα αποτελέσματα που θέλουμε», δήλωσε στον ΑΝΤ1 και την εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» με τον Γιώργο Παπαδάκη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Το ενδιαφέρον της Ελλάδας για δημιουργία πλωτού φράγματος είχε αποκαλύψει δημοσίευμα του Associated Press, σύμφωνα με το οποίο το υπουργείο Εθνικής Άμυνας προσκάλεσε με διαγωνισμό ιδιώτες εργολάβους να προμηθεύσουν έναν πλωτό φράκτη μήκους 2,7 χιλιομέτρων εντός τριών μηνών.
Η αναζωπύρωση των ροών μεταναστών και προσφύγων που φτάνουν μέσω θαλάσσης στην Λέσβο και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχει προκαλέσει βίαιο υπερπληθυσμό στους προσφυγικούς καταυλισμούς, ανέφερε το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων.
Κατά το Associated Press, το πλωτό φράγμα θα εξέχει 50 εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας και θα έχει φωτοσήμανση. Το υπουργείο Άμυνας εκτιμά το κόστος για το φράγμα στα 500.000 ευρώ, που περιλαμβάνει και το κόστος συντήρησής του για τέσσερα χρόνια.
Όπως αναφέρεται στην προκήρυξη η οποία έχει αναρτηθεί στη Διαύγεια, το πλωτό φράγμα θα κατασκευαστεί με «μη στρατιωτικές προδιαγραφές» και θα έχει τα ειδικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να φέρει εις πέρας την αποστολή ελέγχου της προσφυγικής κρίσης.
Όπως σημειώνει το ειδησεογραφικό πρακτορείο, η κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και 6 μήνες έχει υποσχεθεί πιό σκληρή γραμμή για την μεταναστευτική κρίση και επίσπευση των διαδικασιών επαναπροώθησης στην Τουρκία όσων δεν δικαιούνται ασύλου.
Περίπου 60.000 μετανάστες και πρόσφυγες πέρασαν στα νησιά τον τελευταίο χρόνο, σχεδόν διπλάσιος αριθμός από εκείνον του 2018, καταλήγει το Associated Press.