Eνσταση κατά του κύρους του πρακτικού εκλογής των 10 μελών του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, υπέβαλε σήμερα, όπως προανήγγειλε η “δημοκρατική” ο υποψήφιος πρόεδρος κ. Φώτης Κωστόπουλος, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Ο κ. Κ. Σαρρής, όπως έγραψε η “δημοκρατική” επανεξελέγη την Κυριακή, για 6η συνεχή φορά πρόεδρος στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου, με 189 ψήφους. Ο κ. Φώτης Κωστόπουλος έλαβε 169 ψήφους.
Με βάση το νέο Κώδικα περί δικηγόρων ο ηττημένος υποψήφιος πρόεδρος δεν θα μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο.
Στην ένσταση του κ. Κωστόπουλου, αναφέρονται τα εξής:
ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΝΣΤΑΣΗ
Φώτη Κωστόπουλου του Αντωνίου, Δικηγόρου, κατοίκου Ρόδου, οδός Ηρώων Πολυτεχνείου αρ.15.
ΚΑΤΑ
Του αποτελέσματος των εκλογών της 23-2-2014 για την ανάδειξη Προέδρου και Συμβούλων στο Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου και ειδικότερα:
KATA
Του από 23-2-2014 πρακτικού της εφορευτικής επιτροπής περί ανακήρυξης επιτυχόντων Συμβούλων στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου.
************************************
Προσφεύγω κατά του αποτελέσματος των εκλογών της 23-2-2014 στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου και ειδικότερα κατά του άνω πρακτικού της εφορευτικής επιτροπής περί ανακήρυξης των εκλεγέντων Συμβούλων, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς λόγους.
Ι.IΣΤΟΡΙΚΟ
Συμμετείχα στις εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου για την ανάδειξη Προέδρου και Συμβούλων ως υποψήφιος Πρόεδρος.
Σημειωτέον ότι τα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου ανέρχονται σε 416 και γι’ αυτό ως προς την εκλογή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 110 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν.4194/2013) ήτοι η εκλογή των Συμβούλων γίνεται με ενιαίο ψηφοδέλτιο και οι υποψήφιοι Πρόεδροι υποβάλουν μεμονωμένα υποψηφιότητα.
Σύμφωνα με τα αποτέλεσμα των εκλογών κατά τις άνω αρχαιρεσίες για την ανάδειξη Προέδρου και Συμβούλων στον Δ.Σ Ρόδου εψήφισαν (377) μέλη, σύμφωνα δε με το πρακτικό της εφορευτικής επιτροπής, εξ αυτών τα έγκυρα ανήλθαν σε (358), τα άκυρα σε (5) και τα λευκά σε (14).
Εξ αυτών εγώ έλαβα εκατόν εξήντα εννέα (169) ψήφους και ο έτερος υποψήφιος Κων/νος Σαρρής και ανακηρυχθείς Πρόεδρος εκατόν ογδόντα εννέα (189) ψήφους, ήτοι έλαβα το 47,2% και ο εκλεγείς συνυποψήφιός μου το 52,8% των εγκύρων ψήφων.
Πλην όμως με την άνω ανακήρυξη των εκλεγέντων συμβούλων εγώ δεν ανακηρύχθηκα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του νέου Κώδικα περί δικηγόρων και ειδικότερα του άρθρου 117 παρ. 3, το οποίο ερμηνεύθηκε εξ’ αντιδιαστολής ότι ο ηττημένος από τον πρώτο γύρο υποψήφιος πρόεδρος δεν εκλέγεται σύμβουλος ανεξάρτητα μάλιστα του ποσοστού το οποίο έλαβε στην εκλογική αναμέτρηση.
II. ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ
1) Σύμφωνα με το άνω άρθρο 117 § 1 του Κωδ. Δικ. για την εκλογή του Προέδρου απαιτείται να λάβει αυτός το 50% συν ένα, των εγκύρων ψηφοδελτίων, άλλως η εκλογή επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή και συμμετέχουν οι δύο πρώτοι υποψήφιοι Πρόεδροι που συγκέντρωσαν τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων.
Κατά την § 2 του άνω άρθρου στην περίπτωση των άρθρων 109 και 110 του Κώδικα περί δικηγόρων, Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που μεταξύ των υποψηφίων Προέδρων, έλαβε το 50% συν ένα των εγκύρων ψηφοδελτίων.
Διαφορετικά η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται την επόμενη Κυριακή.
Σε αυτή την περίπτωση συμμετέχουν οι δύο πρώτοι υποψήφιοι Πρόεδροι που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, οπότε εκλέγεται ως Πρόεδρος ο υποψήφιος που θα λάβει τις περισσότερες ψήφους.
Κατά την § 3 του ως άνω άρθρου ο μη εκλεγείς στην επαναληπτική εκλογή υποψήφιος Πρόεδρος καταλαμβάνει τη θέση Συμβούλου (ασχέτως αριθμού ψήφων).
Η άνω διάταξη όμως ουδόλως ομιλεί και αναφέρεται στην περίπτωση που υπάρχουν δύο (2) μόνον υποψήφιοι Πρόεδροι, οπότε το πιθανότερο είναι η εκλογή να επιτυγχάνεται από την πρώτη ψηφοφορία, ήτοι ουδόλως αναφέρεται κατά ποσόν στην περίπτωση αυτή στο Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ο μη εκλεγείς υποψήφιος Πρόεδρος, όταν μάλιστα αυτός έχει συγκεντρώσει ένα μεγάλο αριθμό ψήφων, όπως εν προκειμένω εγώ, που έλαβα το 47,2% των εγκύρων ψηφοδελτίων.
Εκ του γράμματος της συγκεκριμένης διατάξεως προκύπτει, όπως γίνεται αντιληπτό, ασάφεια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού εδώ δεν πρόκειται για μία περίπτωση που κείται εκτός του δικαιικού χώρου, εκτός δηλαδή του χώρου που θέλησε να ρυθμίσει ο νομοθέτης. Ακριβώς λόγω της ασάφειας που προκύπτει καθίσταται αναγκαία η περαιτέρω ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.
Κρίσιμο κριτήριο για την ερμηνεία τόσο της συγκεκριμένης διατάξεως όσο και του δικαίου γενικότερα αποτελεί ο σκοπός του νομοθέτη αφού η θέσπιση των νόμων όπως και κάθε άλλη ενσυνείδητη ανθρώπινη πράξη αποσκοπεί σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω λοιπόν ερευνητέο είναι το εάν ο νομοθέτης δια της θεσπίσεως της συγκεκριμένης διάταξης θέλησε όντως, αναφερόμενος μόνο στον μη εκλεγέντα υποψήφιο πρόεδρο κατά την επαναληπτική εκλογική διαδικασία, να αποκλείσει τη συμμετοχή του υποψηφίου που ηττήθηκε από τον πρώτο γύρο στο διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου, στην περίπτωση που υπάρχουν μόνον δύο (2) υποψήφιοι Πρόεδροι (επιχείρημα εκ του αντιθέτου (Argumentum e contrario). Στο συγκεκριμένο ερώτημα θα πρέπει να δοθεί ασφαλώς αρνητική απάντηση αφού κάτι τέτοιο δεν εκφράζει επ’ ουδενί λόγω την αληθή νομοθετική βούληση. Ειδικότερα δεν προκύπτει από κανένα σημείο της αιτιολογικής εκθέσεως αλλά και των πρακτικών της επιστημονικής επιτροπής κατά τη σύνταξη του νόμου 4194/2013 ότι ο νομοθέτης δια της διατάξεως αυτής θέλησε να απόσχει από το προϊσχύσαν καθεστώς το οποίο προέβλεπε σε παρόμοιες περιπτώσεις την εκλογή του δευτέρου υποψηφίου προέδρου στο διοικητικό συμβούλιο. Είναι σύνηθες κατά τις παρασκευαστικές εργασίες προ της ψηφίσεως ενός νομοθετήματος ο νομοθέτης να εκφράζεται ρητά όταν επιθυμεί να απόσχει από την (έως το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος του νομοθετήματος) ισχύουσα ρύθμιση και να εκθέτει τους λόγους, οι οποίοι τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη νομοθετική αλλαγή. Στη συγκεκριμένη βεβαίως περίπτωση δεν υφίσταται σε κανένα σημείο των προπαρασκευαστικών εργασιών της θέσπισης του νομοθετήματος ανάλογη θεμελίωση, γεγονός το οποίο δείχνει ξεκάθαρα την έλλειψη της βουλήσεως του νομοθέτη να διαφοροποιηθεί από το προισχύσαν νομοθετικό καθεστώς. Περαιτέρω και ανεξάρτητα από το γεγονός της σιωπής του νομοθέτη κατά την προπαρασκευή του νομοθετήματος θα πρέπει να ληφθεί κατά την επίλυση του ζητήματος υπ’ όψιν ότι από καμία τελολογική στάθμιση δεν δικαιολογείται το αντίθετο συμπέρασμα, η μη εκλογή δηλαδή του υποψηφίου προέδρου στο διοικητικό συμβούλιο, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός έχει συγκεντρώσει αριθμό ψήφων περίπου ίσου με το μισό του αριθμού των εγκύρων ψηφοδελτίων. Εν όψει αυτών επιβάλλεται η διασταλτική ερμηνεία της παρ. 3 του άρθρου 117 Κωδ. Δικηγ. αφού κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα ο νομοθέτης εκφράστηκε προφανώς στενότερα απ’ όσο ήθελε και επομένως επιβάλλεται η ερμηνεία του νόμου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπεται η συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο και του μη εκλεγέντος δευτέρου υποψηφίου προέδρου, που ηττήθηκε στον πρώτο γύρο.
Σε διάφορο συμπέρασμα ωστόσο δε θα οδηγείτο ο εφαρμοστής του δικαίου ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το γράμμα της ως άνω διατάξεως δεν είναι επιδεκτικό διασταλτικής ερμηνείας, επειδή η συγκεκριμένη παράγραφος δεν στόχευσε στην κάλυψη της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Όντως από το πνεύμα του νόμου 4194/2013 θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η επίμαχη διάταξη ουδόλως αναφέρεται στην περίπτωση που υπάρχουν δύο (2) μόνον Πρόεδροι, οπότε το πιθανότερο είναι η εκλογή να επιτυγχάνεται από την πρώτη ψηφοφορία, ήτοι ουδόλως αναφέρεται κατά ποσόν στην περίπτωση αυτή στο Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ο μη εκλεγείς Πρόεδρος, όταν μάλιστα αυτός έχει συγκεντρώσει ένα μεγάλο αριθμό ψήφων, όπως εν προκειμένω εγώ, που έλαβα το 47,2% των εγκύρων ψηφοδελτίων.
Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο ερμηνευτής βρίσκεται ενώπιον ενός προφανώς μη ηθελημένου κενού το οποίο επιβάλλεται να καλυφθεί είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο. Ο ερμηνευτής καλείται είτε να καλύψει το αναφυόμενο κενό μέσω αναλογίας (νόμου ή δικαίου) ή να αποφανθεί ότι η αντίθετη λύση είναι η μοναδικά επιβεβλημένη. Επειδή όμως ως προελέχθη από καμία τελολογική στάθμιση δεν δικαιολογείται ο αποκλεισμός του ηττηθέντος από τον πρώτο γύρο υποψηφίου προέδρου (που έχει μάλιστα συγκεντρώσει ποσοστό της τάξεως του 47,2% των εγκύρων ψηφοδελτίων) καθίσταται σαφές ότι η μόνη ερμηνευτικώς δυνατή επιλογή είναι αυτή της κάλυψης του δημιουργηθέντος κενού μέσω αναλογίας, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα ποιο είναι το μέτρο με βάση το οποίο θα κριθεί η συμμετοχή του υποψηφίου προέδρου στο διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου. Στην περίπτωση αυτή νόμιμο και δίκαιο είναι, ερμηνευτικά, να εφαρμοσθούν αναλογικά άλλες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, ενώ εφαρμογή έχουν και οι Συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, αντιπροσωπευτικότητας και επικουρικά της αναλογικότητας.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 118 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, στους Δικηγορικού Συλλόγους όπου η εκλογή διεξάγεται με τα σύστημα των συνδυασμών (για αυτούς που τα μέλη τους υπερβαίνουν τα 1.000) η εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής, ήτοι το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων διαιρείται με τον αριθμό των θέσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και το πηλίκον της διαίρεσης αποτελεί το εκλογικό μέτρο.
Κάθε συνδυασμός καταλαμβάνει τόσες θέσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο όσες φορές χωρεί το εκλογικό μέτρο στον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων του έλαβε.
Σύμφωνα με την § 2 του άνω άρθρου 118, ο επικεφαλής του συνδυασμού εκλέγεται σύμβουλος, εάν ο ίδιος, ως υποψήφιος Πρόεδρος, έχει λάβει ποσοστό ψήφων άνω του 6% των εγκύρων ψηφοδελτίων.
Με βάση την διάταξη αυτή, η οποία πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής, εγώ που συγκέντρωσα το 47,2% των εγκύρων ψηφοδελτίων, ως υποψήφιος Πρόεδρος, έχω συμπληρώσει πολλαπλά το άνω μέτρο και θα έπρεπε να ανακηρυχθώ σύμβουλος στο εκλεγέν Διοικητικό Συμβούλιο, αφού το εκλογικό μέτρο εν προκειμένω ανέρχεται σε 35,8 ψήφους (358 έγκυρα : 10 θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου = 35,8), ενώ σε κάθε περίπτωση έχω συμπληρώσει το απαιτούμενο ποσοστό του 6% που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 118 Κωδ. Δικηγ.
Στο συγκεκριμένο σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι η μη ανακήρυξή μου, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου προσκρούει όχι μόνο στην τελολογία του νόμου αλλά έρχεται και σε κατάφωρη αντίθεση με τις Συνταγματικές αρχές της α) ισότητας (άρθρο 4), β) αντιπροσωπευτικότητας (άρθρα 1 και 52) και γ) αναλογικότητας (άρθρο 25) αλλά και με τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και η οποία με βάση το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ. Ως εκ τούτου και προς διαφύλαξη του κύρους της παρ. 3 του άρθρου 117 Κωδ. Δικηγόρων, η οποία άλλως θα ήτο αντισυνταγματική προσκρούουσα στις εκτεθείσες αρχές, επιβάλλεται αυτή να ερμηνευτεί διασταλτικά και να καλυφθεί το αναφυόμενο κενό μέσω της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 118 Κωδ. Δικηγ. (σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ερμηνεία).
Ειδικότερα ως προς το περιεχόμενο των άνω Συνταγματικών αρχών λεκτέα τα ακόλουθα.
Α.- Αρχή της ισότητας
Η αρχή της ισότητας καθιερώνεται στο άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Η ισότητα αυτή ωστόσο γίνεται κατανοητή τόσο ως ισότητα εντός του νόμου και ως ισότητα έναντι του νόμου. Η ισότητα εντός του νόμου δεσμεύει τον νομοθέτη, ο οποίος κατά την θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων πρέπει να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, ενώ η ισότητα έναντι του νόμου δεσμεύει την διοίκηση και τα δικαστήρια τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόζουν τον νόμο προστατεύοντας την ισότητα ανάμεσα στους πολίτες. Κατά το άρθρο 4 § 1 Σ, η ισότητα δεν γίνεται κατανοητή, ως τυπική και αριθμητική, όπως η ισότητα της ψήφου η οποία απορρέει από την αντιπροσωπευτική αρχή (άρθρο 51 § 2 Σ) αλλά ως ουσιαστική ή αναλογική. Έτσι ενώ η τυπική ή αριθμητική ισότητα επιβάλει την όμοια ρύθμιση ανόμοιων καταστάσεων (όλο απολαμβάνουν το δικαίωμα μια ψήφου, ασχέτως των κοινωνικών ή κοινωνικών τους διαφορών) η αναλογική ή ουσιαστική ισότητα επιβάλλει την όμοια μεταχείριση των όμοιων και την διαφοροποιημένη μεταχείριση των ανόμοιων περιπτώσεων.
Ως αναλογική η ισότητα μπορεί να λειτουργήσει και επεκτατικά ή αλλιώς δημιουργικά. Πρόκειται για την δικαστική, μέσα από δικαστικές αποφάσεις επέκταση της ισότητας σε περιπτώσεις, οι οποίες εμφανίζουν μεν όμοια χαρακτηριστικά, έχουν όμως διαρρυθμιστεί με τρόπο αδικαιολόγητα ανόμοια από τον νομοθέτη. Έτσι είναι για παράδειγμα δυνατή η επέκταση μιας παροχής η οποία έχει παρασχεθεί σε μια ομάδα ατόμων, και σε άλλες που εμφανίζουν όμοια ή παρόμοια χαρακτηριστικά.
Η αρχή της ισότητας όταν εφαρμόζεται νομοθετικά η διοικητικά, επιβάλει την ίση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων καθώς και τη διάφορη μεταχείρισης διαφόρων περιπτώσεων. Έτσι για παράδειγμα η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να κρίνει με διαφορετικά κριτήρια δυο αιτήσεις διαφορετικών ενδιαφερομένων που υποβλήθηκα ταυτόχρονα και θεμελιώνονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Β.- Αρχή της αντιπροσωπευτικότητας
Η αντιπροσώπευση είναι βασική αρχή της σύγχρονης δημοκρατίας.
Στις σημερινές πολιτικές κοινωνίες κάθε ανάληψη συλλογικής δράσης συνδέεται με μορφές αντιπροσώπευσης, είτε πρόκειται για συνδικαλιστικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτικά κόμματα, Ο.Τ.Α, είτε ακόμα και για κοινωνικά κινήματα, η αντιπροσώπευση εμφανίζεται ως απαραίτητη.
Κάθε μέλος της κοινωνίας και ειδικότερα κάθε μέλος ενός σωματείου εμφανίζεται ως φορέας ατομικού ενεργητικού δικαιώματος συμμετοχής (θεωρείται κλάσμα της λαϊκής κυριαρχία) και συνδιαμορφωτής της γενικής θέλησης που είναι κάτι διαφορετικό από την θέληση όλων (άθροισμα των ατομικών θελήσεων).
Η κατοχύρωση της αντιπροσωπευτικής αρχής γίνεται μέσω των διατάξεων των άρθρων 1§1, 52 και συμπληρωματικά των άρθρων 44, 66§ 1, 84 § 1, 86§ 1 και 110 § 3 του Συντάγματος 75/86/2001 και έχει αναλογική εφαρμογή σε κάθε περίπτωση συλλογικής δράσης και έκφρασης.
Γ.-Αρχή της Αναλογικότητας
Επικουρικά σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης στην περίπτωση που υπάρχουν μόνον δύο (2) υποψήφιοι Πρόεδροι οπότε η εκλογή επιτυγχάνεται στον πρώτο γύρο, συνειδητά απέκλεισε την εκλογή του ηττηθέντος υποψηφίου προέδρου, παρά το γεγονός ότι αυτός συγκέντρωσε ένα πολύ μεγάλο αριθμό ψήφων, εφαρμογή έχει η Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Η αρχή της αναλογικότητας απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, διαμορφώθηκε από την νομολογία του Σ.τ.Ε, στην δεκαετία του 1980 και σήμερα αναγνωρίζεται ρητά από το από το Σύνταγμα στο άρθρο 25 § 1, δ΄.
Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με τους περιορισμούς που επιβάλλονται στα δικαιώματα ελέγχεται δικαστικά.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή οι περιορισμοί για να είναι ανεκτοί θα πρέπει : α) να ανταποκρίνονται στους δηλωμένους σκοπούς της νομοθετικής ρύθμισης και πάντως σε κάποιους σκοπούς γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
β) Το μέτρο που επιλέγεται για την επίτευξη των σκοπών που έχουν τεθεί να τελεί σε συνάφεια με αυτό, δηλαδή να είναι κατάλληλο και πρόσφορο για την εξυπηρέτησή του και
γ) Το περιοριστικό μέτρο το οποίο επιβάλλεται στην άσκηση ενός δικαιώματος να είναι αναγκαίο.
Συμπερασματικά με βάση την αρχή της αναλογικότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για την λήψη ενός διοικητικού ή νομοθετικού μέτρου, είναι η καταλληλότητα, δηλαδή το λαμβανόμενο μέτρο να είναι το κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να είναι, εν ολίγοις, αναγκαίο και η αναγκαιότητα να συνεπάγεται τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα, δηλαδή αυτά να μην υποσκελίζουν τα πλεονεκτήματα.
Τοιουτοτρόπως εάν όντως θέλησε ο νομοθέτης στην περίπτωση που υπάρχουν μόνον δύο (2) υποψήφιοι πρόεδροι και η εκλογή επιτυγχάνεται από τον πρώτο γύρο, να αποκλείσει τον μη εκλεγέντα από το Διοικητικό Συμβούλιο, ακόμα και αν αυτός έλαβε μεγάλο αριθμό ψήφων, πρόκειται για ένα μέτρο που παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας, επειδή ο αποκλεισμός αυτός συνιστά δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τον όποιο επιδιωκόμενο σκοπό του κοινού νομοθέτη, εάν θεωρηθεί ότι θέλησε να εξαιρέσει την συμμετοχή του 2ου υποψηφίου προέδρου στην σύνθεση του Δ.Σ, ακόμα και στην περίπτωση που αυτός έλαβε μεγάλο αριθμό ψήφων, όπως εν προκειμένω.
Εν κατακλείδι και με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι η παράλειψη (κενό νόμου) της διάταξης του άρθρου 117 Κωδ. Δικηγ. και ειδικότερα της § 3 αυτού, να ρυθμίσει και ειδικότερα να προβλέψει την συμμετοχή στο Διοικητικό Συμβούλιο του μη εκλεγέντος υποψηφίου Προέδρου ενόσω αυτός συγκέντρωσε ποσοστό που υπερκαλύπτει πολλές φορές το εκλογικό μέτρο, όπως εν προκειμένω εγώ που έλαβα το 47,2% των ψήφων, πρέπει να ερμηνευθεί αναλογικά με τη αναλογική εφαρμογή του άρθρου 118 του Κωδ. Δικηγ. στην οποία προβλέπεται κατά ελάσσονα λόγο η κατάληψη θέσης Συμβούλου των υποψηφίων προέδρων εάν αυτοί λάβουν μόλις το 6% των εγκύρων ψηφοδελτίων και μάλιστα κατά την πρώτη ψηφοφορία (πρώτη Κυριακή). Επίσης η ερμηνεία των άνω διάταξης του άρθρου 117 Κωδ Δικηγ. πρέπει να γίνει και με την εφαρμογή της άνω Συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών, άλλως παραβιάζεται κατάφορα το Σύνταγμα, αφού κάθε αντίθετη ερμηνεία, καθιστά την διάταξη αυτή αντισυνταγματική.
Και τούτο διότι, οδηγούμεθα στο άτοπο και παράλογο της εφαρμογής του νόμου, όταν αυτός επιτρέπει την κατάληψη θέσης Συμβούλου μη εκλεγέντος υποψηφίου Προέδρου με ποσοστό 6% των έγκυρων ψηφοδελτίων, ταυτόχρονα να μην επιτρέπεται η κατάληψη θέσης Συμβούλου μη εκλεγέντος υποψηφίου Προέδρου, με ποσοστό 47,2%.
Όμως και από αυτή καθαυτή την διάταξη του άρθρου 117 Κωδ. Δικηγ. και ειδικότερα της § 3 αυτού, διασταλτικά ερμηνευόμενη, συνάγεται ότι ο νομοθέτης κατά μείζονα λόγο, μεταξύ δύο υποψηφίων Προέδρων επιθυμεί την συμμετοχή του (ηττηθέντος δεύτερου) στο Διοικητικό Συμβούλιο, άσχετα μάλιστα του αριθμού των ψήφων που συγκέντρωσε, πολλών δε μάλλον όταν συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό ψήφων όπως εν προκειμένω εγώ (47,2%).
Για όλους αυτούς τους λόγους υπάρχει ανάγκη δικαστικής κρίσης και ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 117 κωδ. Δικ.
Γι’ αυτό και πρέπει να ακυρωθεί το άνω πρακτικό ανακήρυξης εκλεγέντων συμβούλων στο Δ.Σ του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου και να ανακηρυχθώ ως εκλεγέν μέλος αυτού για τους παραπάνω λόγους.
Επειδή το γενικό και ειδικό έννομο συμφέρον μου για την άσκηση της παρούσας ενστάσεως, είναι προφανές αφού τυγχάνω εν ενεργεία μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου και έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου προς το Σύλλογο μέχρι την ημέρα της υποβολής της παρούσας ένστασής μου, όπως προκύπτει από την από 28-2-2014 βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου.
Επειδή για το παραδεκτό της παρούσης ενστάσεώς μου, προσάγω και επικαλούμαι ακριβή αντίγραφα των από 23-2-2014 πρακτικών ανακήρυξης των εκλεγέντων συμβούλων και Προέδρου κατά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2014, στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου.
Επειδή η παρούσα ένστασή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή, νόμιμα δε φέρεται προς εκδίκαση στο Υμέτερο Δικαστήριο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα ένσταση μου, προς το σκοπό:
Να ακυρωθεί άλλως ακυρωθεί μερικά και τροποποιηθεί το πρακτικό ανακήρυξης των εκλεγέντων συμβούλων στις εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου της 23-2-2014, έτσι ώστε να συμπεριληφθώ στους εκλεγέντες συμβούλους, για τους λόγους και αιτίες αναφέρονται παραπάνω.
Ρόδος, 28 Φεβρουαρίου 2014
Αυτοπροσώπως ο Ενιστάμενος
Φώτης Κωστόπουλος”.