Με την υπ’ αρίθμ. 163/2020 απόφαση του Moνομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε χθες, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή 5 κατοίκων του Αρχαγγέλου, κατά ασφαλιστικού πράκτορα, που είχε στήσει παρατράπεζα εντός ασφαλιστικής εταιρείας, κατά της εταιρείας και δύο θυγατρικών της.
Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς πρώην ασφαλιστικό σύμβουλο της εταιρείας και κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη ως προς τις δύο θυγατρικές που βρίσκονται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.
Με την αγωγή τους διεκδικούν ο πρώτος το ποσό των 97.782,40 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 49.431,52 ευρώ, ο τρίτος το ποσό των 40.513,40 ευρώ, ο τέταρτος το ποσό των 50.165,52 ευρώ και ο πέμπτος το ποσό των 10.485,00 ευρώ για βλάβες που υπέστησαν και από 30.000 ευρώ έκαστος ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Το δικαστήριο επεδίκασε στον πρώτο το ποσό των 53.891,2 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 19715,76 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 25.256,70 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 36.732,76 ευρώ, και στον πέμπτο το ποσό των 10.242,50 ευρώ.
Η απόφαση έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή.
Σύμφωνα με την αγωγή ο ασφαλιστής, ήταν υπεύθυνος και διευθυντής του γραφείου – πρακτορείου που διατηρούσε ασφαλιστικός όμιλος στη Ρόδο που εθεωρείτο πλέον από τους πιο σοβαρούς και αξιόπιστους στον τομέα των ασφαλειών και επενδύσεων.
Το 1999 ο πρώτος ενάγων επένδυσε περίπου 58.000 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια. Η επένδυση αυτή διήρκεσε μέχρι το έτος 2001.
Στη συνέχεια, και ενόσω συνεχίστηκε η σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης που είχε ο ίδιος και η οικογένειά του με τον ασφαλιστή, το 2004, μετά από έντονες παροτρύνσεις του για μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες που υπήρχαν, πείσθηκαν να επενδύσουν όλες τις οικονομίες τους σε αμοιβαία κεφάλαια ή ομόλογα, κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια και χειρισμό του.
Υποστηρίζουν ότι τους έπεισε για την επένδυση, λέγοντάς τους ότι θα είχαν υψηλή απόδοση, μεγαλύτερη από αυτή των τότε ισχυόντων τραπεζικών επιτοκίων και ότι τα κεφάλαιά τους ήταν εξασφαλισμένα, αφού ο όμιλος εταιρειών στον οποίο εργαζόταν ήταν εγγυημένος, με μακροχρόνια παρουσία στην αγορά και «μεγάλο» όνομα.
Αρχισαν, όπως διατείνονται, να του παραδίδουν σταδιακά όλα τους τα χρήματα, έχοντάς του απόλυτη εμπιστοσύνη και ανακάλυψαν κατάπληκτοι πολύ αργότερα, περί τον Μάιο του έτους 2010, ότι δεν τα είχε επενδύσει, αλλά τα είχε υπεξαιρέσει.
Στην αγωγή τους αναφέρουν και τα εξής:
«Ένα ιδιαίτερα ευφυές τέχνασμα που χρησιμοποιούσε συχνά ο εναγόμενος, προκειμένου να μας αποσπά τα χρήματά μας, ήταν το εξής:
Αφού μας κατέθετε χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς μας, εμφανίζοντάς τα έτσι ως επιστροφή των χρημάτων μας ή απόδοση των κερδών μας, στη συνέχεια μας έπειθε να τα επανεπενδύσουμε με τον ίδιο δήθεν τρόπο, και αφού μεταβαίναμε μαζί με τον πρώτο εναγόμενο, από το γραφείο του στο εκάστοτε τραπεζικό κατάστημα, πραγματοποιούσαμε εμείς ανάληψη των «προς επένδυση» χρημάτων («κερδών» ή και «κεφαλαίου»), υπογράφαμε το παραστατικό ανάληψης, και στη συνέχεια, χωρίς να έχουμε στην πραγματικότητα πάρει στα χέρια μας τα ανειλημμένα χρήματα, σε συνεννόηση με τον ταμία στο γκισέ της τράπεζας, ο πρώτος εναγόμενος τα κατέθετε πλέον σε δικό του λογαριασμό, χωρίς εμείς να λαμβάνουμε οποιοδήποτε παραστατικό για την κατάθεση αυτή!
Με τον τρόπο αυτό, και ενώ εμείς νομίζαμε ότι κρατώντας το παραστατικό της δικής μας ανάληψης είχαμε κάποια απόδειξη για την γενομένη συναλλαγή, στην πραγματικότητα ουδόλως φαινόταν η γενομένη μεταφορά κεφαλαίου, αφού δεν είχε γίνει τέτοια ως τραπεζική συναλλαγή, αλλά αντιθέτως είχε λάβει χώρα αυτοτελής ανάληψη των χρημάτων από εμάς και αυτοτελής κατάθεση χρημάτων, την αμέσως επόμενη στιγμή, από τον εναγόμενο σε δικό του λογαριασμό! Έτσι ο εναγόμενος πετύχαινε να φαίνεται ότι μας επέστρεφε χρήματα, ενώ στην πραγματικότητα τα έπαιρνε πίσω στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα».
Την υπόθεση χειρίζεται ο αστικολόγος κ. Δημήτρης Γεωργάς.