Toυ Προέδρου
Πρωτοδικών Ρόδου
κ. Γιάννη Ευαγγελάτου
Από την ιστοσελίδα:
dikastis.blogspot.com
Σύμφωνα με τον Κανονισμό Οργανισμού Δικαστηρίων το δικαστικό έτος αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου και λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Το Δικαστήριο παραμένει διαρκώς σε λειτουργία, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Συνεπώς, είναι τουλάχιστον αστείο να γίνεται λόγος για «παράταση» του δικαστικού έτους, αφού είναι ανέφικτο να παραταθεί εκτός αν επανέλθουμε στο Ιουλιανό ημερολόγιο… Η ανακοίνωση λοιπόν των αρμοδίων Υπουργών ότι έχει ήδη αποφασιστεί η παράταση του τρέχοντος δικαστικού έτους, σημαίνει προφανώς ότι θα υπάρξει περιορισμός των δικαστικών διακοπών.
Είναι αμφίβολο όμως, πόσοι πραγματικά γνωρίζουν τι σημαίνει «δικαστικές διακοπές».
Η λέξη «διακοπή» σημαίνει προσωρινή αναστολή ενέργειας ή δραστηριότητας που έχει ήδη ξεκινήσει. Διακοπές, δηλαδή είναι οι μέρες κατά τις οποίες δεν εργαζόμαστε για να ξεκουραστούμε.
Στις δικαστικές διακοπές όμως, δηλαδή από 1 Ιουλίου ως και 15 Σεπτεμβρίου, οι Δικαστές δικάζουμε: Ποινικές υποθέσεις, προσωρινές διαταγές, ασφαλιστικά μέτρα, ανακοπές, διαταγές πληρωμής, εργατικές διαφορές και όσες άλλες διαφορές κριθεί ότι είναι επείγουσες.
Τα δε τμήματα που συγκροτούνται το ανωτέρω χρονικό διάστημα είναι από δύο στα μικρότερα Πρωτοδικεία ως έξι στα μεγαλύτερα. Δηλαδή σε αρκετά Πρωτοδικεία της Ελλάδος, λόγω των οργανικών θέσεων, αλλά και των κενών που υπάρχουν, οι Δικαστές υπηρετούν από 1 Ιουλίου ως 8 Αυγούστου ή από 9 Αυγούστου ως 15 Σεπτεμβρίου. Δηλαδή υπηρετούν 38-39 μέρες, καθημερινά, ενώ το υπόλοιπο διάστημα που απομένει χρησιμοποιείται όχι μόνο για να βγει η εκκρεμότητα των προηγούμενων μηνών, αλλά και για τις υποθέσεις που χρεώθηκε ο καθένας στο τμήμα διακοπών.
Οι μέρες δε που απομένουν για πραγματική ξεκούραση χωρίς δικογραφίες είναι ελάχιστες και σίγουρα οι πιο λίγες από όλους τους εργαζόμενους. Το ίδιο συμβαίνει και στα μεγαλύτερα Πρωτοδικεία που συγκροτούνται τρία τμήματα των 25 ημερών, αφού εκεί πάντα η χρέωση είναι μεγαλύτερη.
Όταν, λοιπόν, γίνεται λόγος τέλη Μαρτίου για περιορισμό των δικαστικών διακοπών που ξεκινούν 1η Ιουλίου ανακύπτουν τα εξής ερωτήματα:
1) Πώς αποφασίζεται η «παράταση» του δικαστικού έτους, ενώ δεν ξέρουμε καν πότε θα λειτουργήσουν ξανά κανονικά τα Δικαστήρια;
2) Πόσο επικίνδυνο είναι για τη δημόσια υγεία να δικάζουμε τον Ιούλιο με 40 βαθμούς μετά από πανδημία στα δικαστικά «μέγαρα» που διαθέτουμε και στις εντελώς ακατάλληλες αίθουσες για αυτές τις συνθήκες;
Από την απαγόρευση της κυκλοφορίας θα περάσουμε σε λιγότερο από 90 μέρες σε γεμάτα ακροατήρια;
3) Η έκδοση μιας πολιτικής απόφασης απαιτεί από τους Δικαστές να μελετήσουν (και όχι απλά να διαβάσουν) την αγωγή, τις προτάσεις του ενάγοντος με τις οποίες συμπληρώνεται και διορθώνεται η αγωγή, τους ισχυρισμούς του εναγομένου, τα σχετικά έγγραφα των διαδίκων, τη νομολογία και τη νομοθεσία, να αποφασίσουν και να γράψουν την απόφαση, δηλαδή τα εισαγωγικά, το σκεπτικό και το διατακτικό της.
Απαιτεί πρωτίστως, όμως, νηφάλια και ήρεμη σκέψη. Πόσο εύκολο είναι να γίνει αυτό σε συνθήκες υποχρεωτικού εγκλεισμού;
4)Πόσο ανεπηρέαστοι και ψυχροί (όχι ψύχραιμοι, αλλά ψυχροί!) πρέπει να παραμείνουν οι Δικαστές όλο αυτό το διάστημα για να κλείσουν τα αυτιά τους στο καθημερινό μέτρημα των νεκρών από τον κορωνοϊό και να γράφουν τις αποφάσεις τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα έξω από την ερμητικά κλειστή πόρτα τους κι επομένως να έχουν ελάχιστη χρέωση αργότερα;
5) Πόσο εύκολο είναι τελικά για τους Δικαστές, οι οποίοι εργάζονται κυρίως στο σπίτι, να συνεχίσουν να εργάζονται όταν έχουν παιδιά και τα σχολεία είναι κλειστά;
6) Πόσο απλοϊκή είναι η σκέψη να «εργαστούμε» πιο πολύ το καλοκαίρι, αφού τώρα δεν εργαζόμαστε, ξεχνώντας ότι πηγαίνουμε στην Υπηρεσία για τα αυτόφωρα, την ανάκριση, τις προσωρινές διαταγές και για κάποια ΜΟΔ και για όσους υπηρετούμε μακριά από τον τόπο κατοικίας μας, με πτήσεις που ακυρώνονται και με ξενοδοχεία που κλείνουν, σε ένα καθεστώς διαρκούς φόβου για το αν θα κολλήσουμε τον ιό και αν θα τον μεταφέρουμε στις οικογένειές μας;
Ως Δικαστής, που υπηρετώ τη Δικαιοσύνη στο όνομα του Ελληνικού λαού, νιώθω περήφανος που η Δικαιοσύνη παραμένει η τελευταία διέξοδος, το τελευταίο οχυρό για κάθε πολίτη αυτής της χώρας και που αυτές τις δύσκολες για όλους ώρες δηλώνει παρούσα, στέκεται όρθια και είναι ακόμα εδώ για να κρατήσει αλώβητη την κοινωνική ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα.
Όμως, ταυτόχρονα, ως Δικαστής, που ζω μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο και όχι αποκομμένος από αυτό σε μια αποστειρωμένη γυάλα, όπως πιστεύουν πολλοί για τους Δικαστές, όταν διαβάζω αυτές τις εν θερμώ αποφάσεις ανησυχώ για το μέλλον της Δικαιοσύνης, αφού διαπιστώνω για μια ακόμα φορά ότι λαμβάνονται πρόχειρα, βιαστικά και ευκαιριακά…