Σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, με 3ετή αναστολή, καταδικάστηκε χθες, από το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων, ένας 17χρονος Αλβανός, κατηγορούµενος για απόπειρα βιασµού αλλοδαπής τουρίστριας.
Ο 17χρονος είχε αφεθεί ελεύθερος µε τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και της εµφάνισής του την πρώτη µέρα κάθε µήνα στο αστυνοµικό τµήµα του τόπου κατοικίας του, µετά τη σύλληψή του, σε εκτέλεση εντάλµατος του τακτικού Ανακριτή Ρόδου.
Φέρεται συγκεκριµένα, την 16η Μαΐου 2011, να παρέσυρε µια Σουηδέζα στην παραλία, πλησίον της οδού Ορφανίδου, να την φίλησε και να την θώπευσε και όταν αντιστάθηκε, δηλώνοντας την άρνησή της να έλθει σε συνουσία µαζί του και κατόπιν φωνάζοντας σε βοήθεια, να χρησιµοποίησε τη σωµατική του υπεροχή για να τη βιάσει.
Πιο συγκεκριµένα φέρεται να την χτύπησε µε το χέρι στο πρόσωπο, να την άρπαξε από το λαιµό και να της έκλεισε το στόµα µε σκοπό να κάµψει την αντίστασή της και να έλθει σε συνουσία µαζί της.
Δεν µπόρεσε, όµως, να ολοκληρώσει την πράξη του διότι επενέβη ένας Ροδίτης, περαστικός από το σηµείο, ο οποίος βοήθησε την κοπέλα. Απολογούµενος ο κατηγορούµενος αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίστηκε ότι γνώρισε σε µπαρ την κοπέλα, η οποία του πρότεινε να πάνε στην παραλία. Εκεί άρχισαν, όπως είπε, να κάνουν έρωτα µε τη θέλησή της και στην πορεία τον πλησίασε κάποιος άγνωστος, ο οποίος, αφού τον χτύπησε στην πλάτη, έφυγε µαζί της, ενώ ο ίδιος πήρε ταξί και πήγε σπίτι του.
Στο κατηγορητήριο αναφέρονται τα εξής:
“Κατηγορείται ως υπαίτιος του ό,τι στη Ρόδο την 16-05-2011 όντας ανήλικος (ημερ. γενν. 28-05-1993), με πρόθεση, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα του βιασμού και ειδικότερα να εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία με σωματική βία, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, η πράξη του όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια και ειδικότερα:
Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, παρέσυρε την υπήκοο Σουηδίας (…) στην παραλία πλησίον της οδού Ορφανίδου, τη φίλησε και τη θώπευσε, όταν δε εκείνη αντιστάθηκε, δηλώνοντας την άρνησή της να έλθει σε συνουσία μαζί του και κατόπιν φωνάζοντας σε βοήθεια, χρησιμοποίησε τη σωματική του υπεροχή, πιο συγκεκριμένα τη χτύπησε με το χέρι στο πρόσωπο, την άρπαξε από το λαιμό και της έκλεισε το στόμα, με σκοπό να κάμψει την αντίστασή της και να έλθει σε συνουσία μαζί της, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του, διότι επενέβη ο περαστικός (…), ο οποίος ήλθε σε βοήθεια της παθούσας και εμπόδισε την τέλεση της πράξης του.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρέστη ο δικηγόρος κ. Σταύρος Παναγιωτακόπουλος. Την πολιτική αγωγή εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Γιάννης Πάππου.