Η υγειονομική κρίση λόγω COVID-19 και οι συνέπειές της στη μείωση των εισοδημάτων έχουν οδηγήσει σε ακύρωση ή μεγάλη μείωση των κρατήσεων των τουριστών σε όλους ανεξαιρέτους τους τουριστικούς προορισμούς. Συνεπώς, μεγάλη πρόκληση για τους τουριστικούς φορείς και τις τουριστικές επιχειρήσεις αποτελεί ο προγραμματισμός για την επερχόμενη τουριστική περίοδο, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων σχετικά με την ημερομηνία έναρξης της τουριστικής σεζόν με την απελευθέρωση των πτήσεων, τον αριθμό των εργαζομένων, και το σχεδιασμό των υπηρεσιών έτσι ώστε να τηρούνται τα όποια καινούργια μέτρα υγειονομικής ασφάλειας των τουριστών.
Λόγω της πανδημίας, φαίνεται πως ο εσωτερικός τουρισμός ίσως αποτελέσει για τις τουριστικές επιχειρήσεις μια “όαση” ελπίδας στην έρημο των ακυρωμένων κρατήσεων των ξένων τουριστών. Τι προσδοκίες έχουν οι Έλληνες καταναλωτές για τις διακοπές τους φέτος και ποιες στρατηγικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να δοθούν κίνητρα στους Έλληνες να πραγματοποιήσουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα;
Στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα προσπάθησε να απαντήσει το Β’ Μέρος της διαδικτυακής έρευνας που πραγματοποίησε η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ MARLAB του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η οποία αποτελείται από την κα Ροδούλα Τσιότσου, καθηγήτρια και διευθύντρια του MARLAB, τον κ. Αχιλλέα Μπούκη, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Sussex και την κα Νικολέττα Θ. Σιαμάγκα, επίκουρη καθηγήτρια στο ΑΠΘ. Η συλλογή των δεδομένων του Β’ μέρους έγινε το διάστημα το διάστημα 23-28 Απριλίου, ενώ απάντησαν 1.073 Έλληνες καταναλωτές.
Κύρια αποτελέσματα της έρευνας:
- Η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί να δοθεί voucher για να κάνει διακοπές φέτος (66,45)
- Η παροχή voucher αυξάνει τις προθέσεις των Ελλήνων να κάνουν διακοπές σχεδόν κατά 20% (από 47% σε 66,4%)
- Το προτεινόμενο ποσό του voucher είναι από 200 έως 400 Ευρώ για το 71,1%
- Η παροχή voucher μπορεί να διαφοροποιήσει περισσότερο την επιλογή του προορισμού των διακοπών των Ελλήνων, λιγότερο την περίοδο και ακόμα λιγότερο το είδος της διαμονής τους.
- Η παροχή voucher θεωρείται θετική ενέργεια για το 67% των Ελλήνων, ωστόσο όταν λαμβάνουν υπόψη την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από την παροχή του, τότε μόνο το 46,4% το υποστηρίζει.
- Οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους αναμένουν πτώση στις τιμές των ξενοδοχείων ενώ θεωρούν ότι οι τιμές των εστιατορίων θα παραμείνουν ίδιες κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών τους διακοπών
- Το 75% των Ελλήνων βίωσε μικρή έως μεγάλη μείωση στο εισόδημά του λόγω COVID-19.
Στο ερώτημα αν σχεδιάζουν να κάνουν διακοπές φέτος το καλοκαίρι το 47% απάντησε θετικά, το 34% απάντησε ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμα, ενώ το 19% απάντησε ότι δεν σκοπεύει να κάνει διακοπές.
Με την πρόταση “Εάν λάμβανα ένα voucher διακοπών από το ελληνικό κράτος, τότε σίγουρα θα έκανα διακοπές στην Ελλάδα”, συμφωνεί σε απόλυτα ή σε μεγάλο βαθμό το 66,4% των ερωτηθέντων, ενώ μόνο ένα 9% αυτών διαφωνεί με αυτό. Παρόλα αυτά είναι αξιοσημείωτο ότι το 24,6% των ερωτηθέντων δεν είναι σίγουρο ακόμη και σε αυτή την περίπτωση.
Οι αντιλήψεις σχετικά με τα επίπεδα του ποσού του voucher διακοπών ποικίλουν ανάμεσα στους ερωτηθέντες. Το 14,5% δηλώνει ότι θα ήταν ικανοποιητικό το ποσό των 200 Ευρώ, το 33,4% των ερωτηθέντων θεωρεί πως ένα voucher των 300 Ευρώ είναι ικανοποιητικό, ενώ 23,2% θεωρεί πως αυτό το voucher θα πρέπει να είναι στο ποσό των 400 Ευρώ. Τέλος, υπάρχει ένα ποσοστό 23% που θεωρεί πως το ποσό πρέπει να κυμανθεί υψηλότερα και συγκεκριμένα στα 500 ευρώ.
Το voucher διακοπών για εσωτερικό τουρισμό είναι πολύ πιθανό να αλλάξει τον προορισμό για το 66,3% των ερωτηθέντων, ενώ το 25,6% θα επηρεαστεί λίγο ή πολύ λίγο, με μόνο το 8,1% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει ότι δεν θα επηρεαστεί καθόλου η επιλογή του για τον προορισμό των διακοπών του.
Το voucher είναι πολύ πιθανό να αλλάξει την περίοδο διακοπών για το 55,4% των ερωτηθέντων ενώ το 32,3% αυτών ισχυρίζεται ότι θα επηρεαστεί μόνο λίγο ή πολύ λίγο. Τέλος, το 12,3% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ότι δεν θα επηρεαστεί καθόλου η επιλογή του για την περίοδο διακοπών του λόγω voucher. Η τάση εδώ δείχνει πως το voucher διακοπών είναι πιο δύσκολο να επηρεάσει την περίοδο διακοπών από ότι τον προορισμό, γεγονός που μπορεί να οφείλεται και σε άλλους εξωγενείς παράγοντες (π.χ. δυνατότητα άδειας).
Το voucher για εσωτερικό τουρισμό είναι πιθανό να αλλάξει την επιλογή διαμονής του 50% των ερωτηθέντων, θα επηρεάσει λίγο το 28,8% ενώ το 21,2% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ότι δε θα επηρεαστεί καθόλου η επιλογή της διαμονής του. Η τάση εδώ δείχνει πως το voucher διακοπών είναι πιο δύσκολο να επηρεάσει την επιλογή της διαμονής από ότι τον προορισμό, γεγονός που μπορεί να οφείλεται και σε άλλους εξωγενείς παράγοντες (π.χ. λόγοι υγειονομικής ασφάλειας).
Tο επόμενο ερώτημα αφορούσε τη στάση τους απέναντι στα voucher. To 67,2% του δείγματος είναι θετικό στο να δοθεί voucher για την ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού, το 24,5% δεν είναι σίγουρο ενώ μόνο το 8,3% διαφωνεί με την πρακτική.
Όταν το ερώτημα διαφοροποιήθηκε και προστέθηκε η επίδραση του voucher στον κρατικό προϋπολογισμό, οι απαντήσεις διαφοροποιήθηκαν. Το 46.4% υποστήριξε τη διανομή voucher, το 33,2% δεν ήταν σίγουρο, και το 20,4% συμφώνησε στο να μη δοθεί voucher.
Στην ερώτηση κατά πόσο έχει επηρεαστεί αρνητικά το οικογενειακό τους εισόδημα λόγω COVID-19, το 24,8% δήλωσε καθόλου, το 22,6% δήλωσε έως 15%, το 21,4% δήλωσε από 15-30%, το 15,8% δήλωσε από 31-50% και το 15,4% πάνω από 50%.
Προσδοκίες των Ελλήνων από τις τουριστικές επιχειρήσεις
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες στην έρευνα ρωτήθηκαν για τις προσδοκίες τους από τις τουριστικές επιχειρήσεις σε ότι αφορά στις τιμές. Είναι ενδιαφέρον πως η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (53,8%) προσδοκά πως οι τιμές στα καταλύματα θα είναι χαμηλότερες σε κάποιο βαθμό, ενώ το 31,6% του δείγματος θεωρεί πως θα είναι περίπου οι ίδιες. Μόνο το 14,6% περιμένει τις τιμές να είναι υψηλότερες από την περυσινή χρονιά.
Στον αντίποδα, οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 56,2% προσδοκούν πως οι τιμές στα εστιατόρια θα είναι περίπου οι ίδιες. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 23,8% περιμένει να πληρώσει λιγότερα σε σχέση με πέρσι για φαγητό ενώ το 20% αναμένουν οι τιμές να είναι αυξημένες.
Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν 1.073 άτομα εκ των οποίων το 31% ήταν άντρες και το 69% γυναίκες. Σε ό,τι αφορά στην ηλικία, το 62% του δείγματος ήταν ηλικίας 20-40 ετών, το 34% ήταν μεταξύ 41-65 ετών, και το υπόλοιπο 4% ήταν κάτω των 20 ετών. Το 40% του δείγματος ήταν έγγαμοι/ες, το 53% ήταν άγαμοι/ες, το 6% διαζευγμένοι/ες και το 1% χήροι/ες. Σε ό,τι αφορά στο εισόδημα, το 26,5% δήλωσε εισόδημα μικρότερο των 10.000 ευρώ, το 33,6% μεταξύ 10.001 και 20.000 ευρώ, το 22% μεταξύ 20.001 και 30.000 ευρώ, το 10,4% μεταξύ 30.001 και 40.000 ευρώ και το υπόλοιπο 7,5% μεγαλύτερο από 40.001 ευρώ. Το δείγμα ήταν πανελλαδικό, προερχόμενο από 47 διαφορετικούς νομούς της χώρας.