Αρθρο στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”
Μοιάζει με μυθιστόρημα. Χτυπά το τηλέφωνο. Ο αδελφικός μας φίλος Σ.Α., μόλις 40 χρονών χαροπαλεύει στον «Ευαγγελισμό». Οι γιατροί στα εξωτερικά ιατρεία προσπαθούν να τον κρατήσουν στη ζωή. «Είναι κλινικά νεκρός» μας είπαν. Σε 10 λεπτά ο Γιατρός ήταν εκεί. Με ψύχραιμο βλέμμα και ήρεμες κινήσεις τους έγνεφε τι να κάνουν. Σε λίγα λεπτά όλα άρχισαν να μοιάζουν διαφορετικά. «Ξέφυγε τον κίνδυνο» μας λέει ο Δημήτρης και γύρισε σπίτι του για να κοιμηθεί. Γι’ αυτόν ήταν ένα περιστατικό της καθημερινότητας του. Για μας ήταν λύτρωση.
Κανείς δε μπορούσε να το φανταστεί. Ότι ο άνθρωπος με τις περισσότερες και πιο αυθεντικές σχέσεις ζωής θα έφευγε τόσο απρόσωπα και σιωπηλά. Είμαι σίγουρος ότι στο άγγελμα του θανάτου του Δημήτρη Κρεμαστινού ένα βουβό δάκρυ θα κύλησε από τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων σ’ όλη τη χώρα. Ο απρόσωπος και φονικός ιός, από τον οποίο δεν κουράζοταν να μας προστατεύει και να μας συμβουλεύει πώς να τον αντιμετωπίσουμε, μπήκε απρόσκλητος και του στέρησε το οξυγόνο της ζωής. Και μαζί μ’ αυτό μας γέμισε θλίψη.
Αυτές τις γραμμές δεν τις αραδιάζει για τον Γιατρό μας ένας ακόμη «επώνυμος», ένας ακόμη συνάδελφος στο κόμμα ή τη Βουλή, στους τόσους που μίλησαν αυτές τις μέρες. Βγαίνουν από τη καρδιά ενός απλού φίλου που έζησε από κοντά για πάνω από 35 χρόνια ένα σημαντικό Άνθρωπο. Ενός φίλου που του είναι αδύνατο να ξεχάσει όσα γνώρισε, έζησε και διδάχτηκε μαζί του.
Τον γνώρισα καλά όταν βρέθηκε δίπλα στον Ανδρέα. Θυμάμαι τον Πρόεδρο να τον κοιτάζει εξονυχιστικά με εκείνο το ερευνητικό βλέμμα που δεν δεχόταν παρερμηνείες και τον ρωτούσε τι του συμβαίνει και τι να κάνει. Και ο γιατρός του έλεγε ήρεμα και πειστικά, του εξηγούσε τον παρότρυνε, τον πρόσεχε. Μια ιστορία που κράτησε τον Ανδρέα στη ζωή για πάνω από 8 χρόνια. Θυμάμαι εκείνη την ατελείωτη νύχτα στο Γενικό Κρατικό τον Ιούνιο του ’89, όταν συγκεντρωμένοι όλοι σ΄ ένα δωμάτιο δίπλα στην Εντατική Μονάδα περιμένοντας το μοιραίο, το Δημήτρη να επιμένει ότι «μπορεί όχι μόνο να το ξεπεράσει αλλά και να ξαναγίνει Πρωθυπουργός!…». Και αργότερα στο Ωνάσειο εκείνες τις μέρες του ’95 – ’96 με τι επιμονή, υπομονή και πίστη στεκόταν άγρυπνος φρουρός. Ο ίδιος αναπολούσε πάντα αυτά τα χρόνια, του άρεσε να διηγείται τις στιγμές, να τις περιγράφει με εύγλωττο τρόπο και να αποκωδικοποιεί τη σκέψη του Ανδρέα στους μετέπειτα καιρούς. Και να θεωρεί μόνη στενάχωρη τη στιγμή που του ζήτησε ο Πρόεδρος να ορκιστεί ως Υπουργός Υγείας.
Οι διηγήσεις του, έτσι χαμηλόφωνα που μιλούσε και τόσο αδρά και παραστατικά ομόρφυναν πολλά βράδια μας και εδώ και στα νησιά μας , με πιο χαρακτηριστικά αυτά στη ταβέρνα του Νέστορα στη Κω πλάι στο κύμα πάντα μαζί με τη Μπέτυ και τη Τζένη του, την αξιαγάπητη σύντροφο της ζωής του. Απορροφημένοι από τη συζήτηση να μένουμε μόνοι πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Συζήτηση επί παντός επιστητού. Για την υγεία και τη αρρώστια για την πολιτική και τις τρέχουσες εξελίξεις, για τα προβλήματα των νησιών μας, και τις λύσεις που προτείνει, για τις αγωνίες που πάνε τα πράγματα στο κόμμα μας και τις προτάσεις του που πάντα τις φώναζε ανοιχτά και τις κατοχύρωνε γραπτά.
Μια απ’ αυτές τις βραδιές προσπαθούσα να τον πείσω να κατέβει βουλευτής στα Δωδεκάνησα όταν θα μετακόμιζα στην Αθήνα. Ήδη είχε χρηματίσει εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός Υγείας. «Δεν μ’ αφήνεις βρε Κώστα στην ησυχία μου, στη δουλεία μου, στο Πανεπιστήμιο μου». Κι όταν αφού τον έπεισα και εκλέχτηκε μετά από τρία μόλις χρόνια εγκατέλειψε τη βουλευτική έδρα εξ αιτίας του ασυμβίβαστου για να μείνει ενεργός γιατρός. Είναι ο Γιατρός μας. Πάνω και πέρα απ’ όλα. Γι’ αυτόν ήταν δεδομένη επιλογή δε το σκέφτηκε ούτε στιγμή.
Ως γιατρός βαθύς γνώστης των προβλημάτων της υγείας πολιτεύτηκε όντας Υπουργός της. Ως γιατρός και ακαδημαϊκός δάσκαλος πολιτεύτηκε αργότερα όντας βουλευτής. Κι επειδή δεν είναι τίμιο να ξεχνά κανείς τη προσφορά, τα έργα και οι η μέρες του είχαν ονοματεπώνυμο. Νοσοκομείο Ρόδου. Τηλεϊατρική, στα νησιά. ΕΚΑΒ και αεροδιακομηδές. ΟΚΑΝΑ και απεξάρτηση. Αναμόρφωση Ψυχιατρείου Λέρου και αποασυλοποίηση. Και όχι μόνο. Σταθερά δίπλα στα προβλήματα των νησιών μας να διεκδικεί, να υποστηρίζει, να προτείνει λύσεις. Από το σπάνιο εκείνο είδος πολιτικών που υπήρξαν εραστές του συγκεκριμένου, της πρότασης, της πράξης. Έτσι πορεύτηκε και ως Πανεπιστημιακός, ως Δάσκαλος. Απεχθανόταν τα μεγάλα λόγια όπως και τις άναρθρες κραυγές.
Και οι ιδέες του, οι αξίες του; Ταγμένος στην υπηρεσία της κοινωνικής πολιτικής, ενσυνείδητος δημοκράτης, φλογερός πατριώτης, βαθιά προοδευτικός άνθρωπος, μετρημένος στα λόγια και μεγάλος στα έργα.
Δεν έχει καμιά σημασία η ηλικία του. Ο Δημήτρης έφυγε από τη ζωή μας πολύ νέος, πολύ φρέσκος πολύ ανικανοποίητος γιατί είχε ακόμη αστείρευτα περιθώρια προσφοράς και μεγάλη πίστη στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και το όραμά της προόδου. Έφυγε από τη ζωή μας ένας καταξιωμένος Ακαδημαϊκός, ένας αξιόλογος Πολιτικός, ένας αθεράπευτος Δωδεκανήσιος που ξεκίνησε από την ακριτική Χάλκη για να κατακτήσει τον κόσμο. Και κατάφερε να γίνει Παγκόσμιος Γιατρός. Ο Γιατρός μας.
Έφυγε από τη ζωή μας ένας σημαντικός Άνθρωπος. Αυτό θα γράψει ιστορία. Και είναι εξαίρετος τίτλος τιμής γι’ αυτούς που φεύγουν.