Ομαδική μελέτη από το Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών.
Το φαινόμενο των τουρκικών υπερπτήσεων πάνω από ελληνικά εδάφη αναλύουν ερευνητές του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών σε εκτενή ομαδική εργασία/ μελέτη.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, την οποία συνέταξαν οι Βλάχου Μαρία (Πολιτικός Επιστήμων) Δασκαλάκης Ιπποκράτης (Αντιστράτηγος εα) Ηλιόπουλος Δημήτριος (Πρέσβης ετ) Κατσαρός Παναγιώτης (Αντιπτέραρχος εα), οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βιώνουν μια περίοδο κλιμάκωσης τα τελευταία τρία χρόνια, ειδικότερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, και στο διευρυνόμενο φάσμα των τουρκικών προκλήσεων εντοπίζεται μια «σημαντική αύξηση των υπερπτήσεων των γειτόνων πάνω από την μεθόριο του Έβρου αλλά και από νησιά του Αιγαίου και μάλιστα ορισμένα εξ αυτών μεγάλου μεγέθους και σημαντικού πληθυσμού και που δεν εντάσσονται στις διεκδικούμενες από την Τουρκία, “γκρίζες ζώνες”».
Η κατάσταση
Η κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα (Εθνικός Εναέριος Χώρος-ΕΕΧ) ασκείται εντός 10 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της, ενώ στη θάλασσα επέλεξε να ασκεί κυριαρχία μέχρι τα 6 ναυτικά μίλια.
Η Τουρκία από το 1931 έως το 1975 «αποδέχθηκε πλήρως με τη στάση της (παρά τις ελάχιστες και μη αιτιολογηθείσες παραβιάσεις της), ότι ο ΕΕΧ χώρος εκτεινόταν στα 10 ναυτικά μίλια καθώς αδράνησε και δεν αντέδρασε με τις προσήκουσες ενέργειες στην αμφισβήτηση του εύρους του. Η αποδοχή αυτή ενισχύει την ελληνική επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου εναερίου χώρου, παρά τις οποιοδήποτε παρεκκλίσεις με διεθνείς πρακτικές» συμπληρώνεται σχετικά.
«Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η διαφορά εύρους του ελληνικού εναερίου χώρου (10 νμ), με το αντίστοιχο εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων (6 νμ) δίνει πρόσφορο έδαφος στην Άγκυρα να παραβιάζει τον έξωθεν των 6 νμ χώρο χωρίς η Αθήνα να βρίσκει πάντα την επιθυμητή διεθνή κατανόηση. Αυτή η ιδιαιτερότητα σε συνδυασμό με την σύγχυση μεταξύ παραβιάσεων και παραβάσεων ενίοτε εκλαμβάνεται από τις ξένες κυβερνήσεις ως μια “ενοχλητική διαφορά” μεταξύ δύο συμμάχων χωρών που πρέπει να επιλυθεί με εκατέρωθεν καλή θέληση […] τονίζεται ότι η ”ελληνική ιδιαιτερότητα” βασίζεται επί διεθνών κανόνων και τεκμηριωμένων νομικών ερμηνειών, αποτελεί τμήμα της ελληνικής νομολογίας από το 1931 και ενισχύεται με την μακροχρόνια αποδοχή και εκ μέρους της Άγκυρας. Μάλιστα η υφιστάμενη αυτή ιδιαιτερότητα, κατά μια άλλη ανάγνωση -την οποία ασπάζονται και οι γράφοντες- εφελκύει την αναγκαιότητα επέκτασης του εύρους των χωρικών υδάτων τουλάχιστον στα 10 νμ ώστε οι δύο ”χώροι” να συμπίπτουν (στα 10 νμ ή κατά το προτιμητέο και απολύτως προβλεπόμενο από το διεθνές δίκαιο, στα 12 νμ)» συμπληρώνεται σχετικά.
Το ιστορικό
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, οι πρώτες συστηματικές παραβιάσεις του ΕΕΧ συμπεριλαμβανομένων ακόμη και υπερπτήσεων των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, έγιναν στις αρχές του 1964 κατά την κρίση του κυπριακού ζητήματος. «Οι υπερπτήσεις χρησιμοποιήθηκαν για πίεση στην ελληνική πλευρά και μειώθηκαν τον Νοέμβριο του 1964. Το Νοέμβριο του 1967, οι παραβιάσεις επανελήφθησαν και σταμάτησαν μετά τη συμφωνία της Ελλάδας για απόσυρση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Στις 22 Ιουλίου 1974 η είσοδος δύο οπλισμένων τουρκικών Α/Φ εντός του ΕΕΧ νότια του νησιού του Αγίου Ευστρατίου και η εμπλοκή τους με ελληνικά κατέληξε στην κατάρριψη του ενός και καταστροφή του δευτέρου και οδήγησε στη διακοπή κάθε εισόδου τουρκικού Α/Φ για τα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 1983 είχαμε ελάχιστες εισόδους άοπλων Α/Φ στον ΕΕΧ και σχεδόν μηδενικές υπερπτήσεις άνωθεν νησιών. Από το 1983 και μετά έχουμε τη συστηματική είσοδο τουρκικών Α/Φ (συχνά οπλισμένων ή με συνοδεία οπλισμένων) και με συστηματική παραβίαση του ΕΕΧ των 10 ναυτικών μιλίων αλλά αποφυγή εισόδου εντεύθεν των 6 νμ. Παράλληλα παρατηρήθηκε σταδιακή υπέρπτηση ακατοίκητων νησιών κυρίως του Νότιου Αιγαίου και σποραδική υπέρπτηση μικρών κατοικημένων (κυρίως Οινούσσες, Φαρμακονήσι και Αγαθονήσι). Μετά το 1996 η Τουρκία επιδίωξε να εφαρμόσει πολιτική αναχαίτισης κάθε ελληνικού Α/Φ που περνούσε τον 25ο μεσημβρινό, προσπάθεια που απέτυχε παταγωδώς. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ξεκίνησε την εκπομπή προειδοποιητικών μηνυμάτων περί «παραβίασης του τουρκικού εναέριου χώρου» προς τα ελληνικά Ε/Π και Α/Φ (ακόμη και της FRONTEX) όταν πλησίαζαν στα ανατολικά νησιά μας. Η πολιτική αυτή ευθυγραμμίστηκε με τη θεωρία των “γκρίζων” ζωνών» και αυτήν της “επικάθησης” των ελληνικών νησιών στην υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας».
Ο αριθμός των υπερπτήσεων μόνο τον Απρίλιο του 2020 έχει ανέλθει σε 80 δηλαδή είναι περίπου ισοδύναμος με τον αριθμό των υπερπτήσεων που έλαβαν χώρα την εξαετία από το 2010 έως και το 2015 (88 υπερπτήσεις). Όπως σημειώνεται, «μάλιστα αυξάνεται και ο αριθμός των τουρκικών παρενοχλήσεων εντός του ΕΕΧ σε ελληνικά κυβερνητικά πτητικά μέσα που μεταφέρουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας που μεταβαίνει σε νησιά του Αιγαίου Πελάγους ή την Κύπρο».
Τουρκικοί στόχοι
Σύμφωνα με την ανάλυση, στη δεκαετία του 1960 οι υπερπτήσεις χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο πίεσης προς τις ελληνικές κυβερνήσεις για το κυπριακό ζήτημα και τα στοιχεία δείχνουν πως ο αριθμός τους είναι σε ευθεία αναλογική συνάρτηση με την εξέλιξη της έντασης μεταξύ των δύο χωρών. «Οι πρώτες αυτές παραβιάσεις αποτελούσαν ενέργειες “ψυχολογικών επιχειρήσεων” παρά συστηματικές ενέργειες αμφισβήτησης του εδαφικού καθεστώτος της περιοχής» σημειώνεται.
«Η αύξηση των παραβιάσεων της δεκαετίας του 1980 και η χρήση τους ως πολιτικό εργαλείο πίεσης κατά της Ελλάδας ξεκίνησε με τη σταδιακή αναβάθμιση των ικανοτήτων της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας […] Η σταδιακή μετακίνηση της αεροπορικής ισχύος υπέρ της Τουρκίας στη δεκαετία του 1990 συμβαδίζει με την αύξηση των τουρκικών διεκδικήσεων με πληθώρα παραβιάσεων, παραβάσεων και εμπλοκών. Ειδικά προς τα τέλη της δεκαετίας διακρίνεται και μια προσπάθεια “εξάντλησης” της ΠΑ αναφορικά με χρήση μέσων, πόρων και ανθρώπων.
Μετά τα Ίμια το 1996 οι υπερπτήσεις αυξήθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως αμφισβητούμενες βραχονησίδες και μικρονήσους του Αιγαίου Πελάγους, σε συνδυασμό με μια προσπάθεια νομικής, ψυχολογικής και πρακτικής αμφισβήτησης του εδαφικού καθεστώτος αυτών των εδαφών (μη καθοριζόμενα επισήμως επακριβώς) που χαρακτηρίζονται όμως (αόριστα) ως «γκρίζες ζώνες».
«Την πρώτη δεκαπενταετία του 2000, παρατηρούνται αυξομειώσεις στον αριθμό των παραβιάσεων, γεγονός που αποδίδεται περισσότερο σε εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Σε γενικές γραμμές όμως, τα μηνύματα των συνολικών τουρκικών αμφισβητήσεων, οι πιέσεις προς τις ελληνικές κυβερνήσεις-πληθυσμό (πολιτική πειθαναγκασμού) και οι καταπονήσεις δοκιμασίες της ΠΑ συνεχίζονται με όλα τα μέσα και τακτικές (συμπεριλαμβανόμενων και των υπερπτήσεων). […]Ακόμη όμως μεγαλύτερη είναι η αύξηση όλων των τουρκικών προκλήσεων (σε όλες τις διαστάσεις και τομείς) μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και την εδραίωση του Erdogan. Επιπρόσθετα υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι η αυξανόμενη προκλητικότητα των τουρκικών Α/Φ αποσκοπεί και στην πρόκληση αεροπορικού επεισοδίου κατόπιν ελληνικής αντίδρασης (σκόπιμης ή τυχαίας)».
«Θεωρείται βέβαιο ότι η Τουρκική Αεροπορία όλα αυτά τα χρόνια προχωρεί σε συστηματική καταγραφή των αντιδράσεων της ΠΑ σε όλες αυτές τις προκλήσεις με σκοπό να αναλυθούν οι ελληνικές επιχειρησιακές ικανότητες, αντιδράσεις και τακτικές. Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι τουρκικές ενέργειες έχουν πετύχει σε έναν βαθμό να εδραιώσουν σε αριθμό χωρών και οργανισμών, την πεποίθηση ότι δεν συνιστούν παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου αλλά διμερείς διαφορές που θα πρέπει να επιλυθούν μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Το γεγονός αυτό υποστηρίζει την στόχευση της Άγκυρας για διεξαγωγή διμερών διαπραγματεύσεων ”εφ’ όλης της ύλης” των προβαλλόμενων εκ μέρους της, ελληνοτουρκικών διαφορών»
Τρόποι αντιμετώπισης
Οι ερευνητές του ΕΛΙΣΜΕ αναφέρουν τα εξής, όσον αφορά στον τρόπο αντιμετώπισης: «Η Ελλάδα από την έναρξη των τουρκικών προκλήσεων αντέδρασε με τις μεθόδους αναγνώρισης (κυρίως στο διεθνή εναέριο χώρου δικαιοδοσίας του FIR Αθηνών) και αναχαίτισης του “αγνώστου ίχνους” σε περίπτωσης παραβίασης του ΕΕΧ. Οι μέθοδοι αυτές οδηγούν συνήθως στην αποχώρηση του τουρκικού Α/Φ και λιγότερο συχνά στην εμπλοκή των αντιπάλων».
Μια πλέον δυναμική αντίδραση, σημειώνεται, είναι ο εγκλωβισμός του «αγνώστου ίχνους» από τα ελληνικά μαχητικά είτε από επίγεια συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας. Ο εγκλωβισμός γενικά θεωρείται ως «εχθρική ενέργεια» και υπό προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογήσει -μερικώς- μέτρα αντίδρασης (αυτοάμυνα) του εγκλωβισμένου Α/Φ (παθητικά ή και ενεργητικά). «Η χρήση επίγειων μέσων εγκλωβισμού δεν είναι τελείως δόκιμος καθώς καθιστά γνωστές τις θέσεις και ειδικότερα τις συχνότητες λειτουργίας των Α/Α συστημάτων. Επιπλέον όμως δίνουν την ευκαιρία στην Άγκυρα να προβάλλει τις πάγιες θέσεις της για στρατικοποίηση ορισμένων νήσων».
Όσον αφορά στην κατάρριψη του «αγνώστου ίχνους» που παραβιάζει το ΕΕΧ, χαρακτηρίζεται ως το έσχατο μέτρο. «Υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου εξεταζόμενη η ενέργεια της κατάρριψης σε περίπτωση παραβίασης του ΕΕΧ δεν σημαίνει ότι είναι πάντα αποδεκτή καθώς πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις (πχ εξάντληση όλων των μεθόδων επαφής και ειδοποίησης του ”αγνώστου ίχνους”). Εξυπακούεται ότι η κατάρριψη από επίγεια συστήματα αεραμύνης εμπεριέχει και όλους τους κινδύνους που αναφέρθηκαν στην περίπτωση του εγκλωβισμού. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζουμε ότι η αποχή μας, για αρκετές δεκαετίες, από κατάρριψη Α/Φ που παραβιάζει τον ΕΕΧ δημιουργεί μια ανάλογη “εθιμική” συμπεριφορά και η αιφνίδια αντικατάσταση της από μια δυναμική τακτική θα προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις-προτροπές για αυτοσυγκράτηση ή ακόμη και πιέσεις για εξεύρεση λύσης κατά τρόπο που ευνοεί την πλευρά που δεν συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε δυναμική αντίδραση μας θα πρέπει να είναι επαρκώς προετοιμασμένη και προσχεδιασμένη, ώστε να μηδενιστούν ενδεχόμενες αντιδράσεις ως προς την νομιμότητα της πράξης (ξεκάθαρη θέση “αγνώστου ίχνους”, επιθυμητό προσδοκώμενο σημείο πτώσεως κλπ) και φυσικά ως προς το αποτέλεσμα της εμπλοκής […] Είναι σήμερα μάλλον βέβαιο ότι οποιαδήποτε ελληνική μεμονωμένη δυναμική αντίδραση στο παρελθόν (έστω και επιτυχής), στην καλύτερη περίπτωση, θα καθυστερούσε τον χρόνο επανέναρξης των συστηματικών τουρκικών παραβιάσεων χωρίς να επιτύχει την οριστική διακοπή τους δεδομένης της εις βάρος μας μεταβολής της ισορροπίας ισχύος».
Παράλληλα, τονίζεται πως ο χρόνος εκτίναξης των τουρκικών παραβιάσεων συμπίπτει με την σταθερή μετακίνηση του ισοζυγίου αεροπορικής ισχύος υπέρ της Τουρκίας: «Εκτιμάται ότι μια σημερινή δυναμική ελληνική αντίδραση (κατάρριψη) δεν θα οδηγήσει αναγκαστικά σε αυτοματοποιημένη έναρξη αεροπορικών συγκρούσεων, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, αλλά σε διπλασιασμό την επομένη κιόλας ημέρα, των τουρκικών προκλήσεων με το δίλημμα της κλιμάκωσης να μεταφέρεται και πάλι στην χώρα μας. Κατά συνέπεια δημιουργείται το ερώτημα της ελληνικής αντίδρασης της επομένης ημέρας σε πιθανές μαζικές τουρκικές παραβιάσεις του ΕΕΧ. Η εύλογη απάντηση θα ήταν η συνέχιση των καταρρίψεων την επομένη ημέρα με σημαντική πιθανότητα (άρα και ανάλογες προετοιμασίες) κλιμάκωσης των συγκρούσεων. Η αποχή μας από ανάλογη δυναμική αντίδραση την επομένη ημέρα θα προκαλέσει διπλασιασμό των τουρκικών προκλήσεων κάθε είδους».
Όπως αναφέρεται ιδιαίτερα δυσμενής κατάσταση θα δημιουργηθεί και στην περίπτωση που η Ελλάδα θέσει «κόκκινες γραμμές» (πχ κατάρριψη ιπταμένου μέσου που εκτελεί παραβίαση ΕΕΧ) και δεν υλοποιήσει την απειλή της. «Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα δοκιμάσει την αποφασιστικότητα της Ελλάδος και μάλιστα αρχικά θα εκμεταλλευθεί την περιοχή μεταξύ 6 έως 10 νμ προκαλώντας την ελληνική αντίδραση. Ένας ενδεχόμενος τρόπος αντίδρασης θα ήταν η εκτέλεση αντίστοιχων (αναλογικά ή απλώς ενδεικτικά) ελληνικών παραβιάσεων του τουρκικού ΕΕΧ. Εξ όσων γνωρίζουμε η χώρα μας, σεβόμενη το διεθνές δίκαιο και αντιλαμβανόμενη ότι παρόμοια αντίδραση εξυπηρετεί τις επιδιώξεις κλιμάκωσης της Άγκυρας (η οποία σποραδικά διαμαρτύρεται για ανύπαρκτες παραβιάσεις του τουρκικού ΕΕΧ) χωρίς να δρα επί της ουσίας αποτρεπτικά στις τουρκικές υπερπτήσεις, δεν έχει προχωρήσει σε ανάλογες ενέργειες».
Επίσης, γίνεται αναφορά στη χρήση drones από την Τουρκία, καθώς και στο ενδεχόμενο μετακίνησης τουρκικών S-400 στα δυτικά ως παράγοντες που περιπλέκουν την κατάσταση.
«Η χώρα μας χρησιμοποιεί τις διπλωματικές ενέργειες σε συνδυασμό με τις τακτικές της αναγνώρισης και αναχαίτισης των τουρκικών Α/Φ. Κοινοποίηση των τουρκικών παραβιάσεων γίνεται και σε διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ) και σε ξένες πρωτεύουσες. Αναγκαστική η συνεχής και μετά εντάσεως προβολή των τουρκικών εχθρικών ενεργειών των υπερπτήσεων αλλά αποδεικνύεται ότι ουδέν πρακτικό αποτέλεσμα έχει».
Όπως σημειώνεται, πίσω από τις περισσότερες τουρκικές αιτιάσεις κρύβεται «η τουρκική ανησυχία και πρόθεση παρεμπόδισης της ενάσκησης του αναφαίρετου δικαιώματος της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 νμ».
«Η απολύτως νόμιμη αυτή ενέργεια της Ελλάδος επί της ουσίας θα καταστήσει άνευ νοήματος τις περισσότερες από τις ανυπόστατες τουρκικές διεκδικήσεις. Κατά συνέπεια μικρή -σχετικά- σημασία (ίσως περισσότερο συμβολική και ψυχολογική) έχει η αντιμετώπιση των τουρκικών υπερπτήσεων καθώς η εθνική προσπάθεια θα πρέπει να εστιαστεί στη σταδιακή προετοιμασία των βημάτων για την επέκταση των χωρικών υδάτων μας αντιμετωπίζοντας τις τουρκικές απειλές περί “casus belli”. Φυσικά και θα πρέπει να αναμένουμε ότι η ενάσκηση του δικαιώματος μας θα οδηγήσει -αν όχι σε περιορισμένη στρατιωτική σύγκρουση- σε σωρεία τουρκικών αντιδράσεων συμπεριλαμβανομένων και κάθε είδους υπερπτήσεων κατά μήκος και πλάτος του ΕΕΧ. Δεν υπονοούμε ότι η αντιμετώπιση των υπερπτήσεων πρέπει να συντελεστεί με την άμεση επέκταση των χωρικών μας υδάτων. Προτείνουμε ότι η τελευταία πρέπει να αποτελέσει τον βασικό αντικειμενικό εθνικό στόχο της επόμενης πενταετίας αποφεύγοντας την εφέλκυσή μας σε αντιδράσεις που εκφεύγουν ή θέτουν εμπόδια στη στόχευση μας. Παρά ταύτα η Άγκυρα πρέπει να γνωρίζει ότι η υπέρβαση των εσκαμμένων, σε οποιαδήποτε διάσταση, μπορεί να οδηγήσει –ηθελημένα ή μη- σε μια σύγκρουση, μικρής ή μεγάλης κλίμακος στο χώρο από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο. Σε μια ανάλογη περίπτωση, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα πραγματοποιηθεί αυτόματα και αμετάκλητα από τα πρώτα λεπτά των συγκρούσεων και κατά συνέπεια οποιαδήποτε διαπραγματεύσεις αρχίσουν (εάν και όταν) θα λάβουν υπόψη τους τη νέα πραγματικότητα. Φυσικά για την υλοποίηση ενός ανάλογου εθνικού στόχου απαραίτητη είναι η επαύξηση της αμυντικής ισχύος της Ελλάδος σε συνδυασμό με την δημιουργία καταλλήλων συνεργασιών και συνθηκών στο διεθνές περιβάλλον».
Όπως υπογραμμίζεται, επιστρέφοντας στο θέμα των υπερπτήσεων θα πρέπει να επισημανθεί ότι θα πρέπει: «Να είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε αδιάλειπτα -όπως μέχρι τώρα- και έναντι οποιοδήποτε κόστους, την άμεση επέμβαση της ΠΑ σε κάθε παραβίαση του ΕΕΧ (ή και παράβαση του FIR). Να διαθέτουμε την ετοιμότητα άμεσης μετάπτωσης από ένα μεμονωμένο αεροπορικό συμβάν σε μια μικράς διαρκείας αεροναυτική σύγκρουση μικρής-μεσαίας-μεγάλης κλίμακος, με θετικά υπέρ ημών αποτελέσματα. Να προχωρήσουμε (εάν κριθεί και όποτε κριθεί σκόπιμο και έχοντας συνυπολογίσει όλες τις πιθανές αντιδράσεις της Τουρκίας αλλά και διεθνείς) σε μια “χειρουργική” κίνηση κατάρριψης “αγνώστου ίχνους” σε προεπιλεγμένες συνθήκες που θα αφήνουν απολύτως έκθετη και μη δυνάμενη να αντιδράσει την γειτονική μας χώρα. Εκτιμούμε ότι μια ανάλογη μεμονωμένη κίνηση μάλλον δεν θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα παρά μόνο θα πολλαπλασιάσει την ένταση. Θα μπορούσε βέβαια για αποφυγή της κλιμάκωσης να παρουσιαστεί εκ μέρους μας ως ένα “ατυχές” συμβάν στο γεμάτο ένταση τεταμένο αεροπορικό περιβάλλον του Αιγαίου (με υπαιτιότητα της Τουρκίας)».
Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται πως, δεδομένης της αύξησης χρήσης των drones/ UAV, «προτείνεται τυχόν δυναμική μας αντίδραση να αρχίσει με την έγκαιρη και κατάλληλη εξουδετέρωση ενός εξ’ αυτών (σε επιλεγμένες συνθήκες). Ευχής έργο θα ήταν η στοχευμένη κατάρριψη του -εντός του ΕΕΧ- να προέλθει από ενέργειες ηλεκτρονικού πολέμου και όχι πυρά. Συγχρόνως πρέπει να εντείνουμε την ενημέρωση όλων των κρατών, οργανισμών και φορέων για τις αναθεωρητικές στοχεύσεις της Άγκυρας και για τις επικίνδυνες για τη διεθνή ειρήνη ενέργειες στις οποίες προβαίνει (συμπεριλαμβανομένων και των υπερπτήσεων). Πρέπει να επιδιωχθεί η σκλήρυνση της στάσεως της ΕΕ έναντι της Άγκυρας σε όλα τα επίπεδα αφήνοντας κατά μέρους ενδοιασμούς του τύπου “αποφυγή περαιτέρω απομάκρυνσης της Τουρκίας από τη Δύση και διατήρηση αμοιβαίων επωφελών σχέσεων”».
Πηγή: huffingtonpost.gr